Σαν πολλά κηδειόχαρτα για τη χώρα μας δεν αναρτώνται κάθε μέρα στον διεθνή Τύπο;
Σαν πολλά κηδειόχαρτα για τη χώρα μας δεν αναρτώνται κάθε μέρα στον διεθνή Τύπο; Σύμφωνοι! Η Ελλάδα έχει πολλά προβλήματα, αλλά (όπως θα έλεγε και ο Μαρκ Τουέιν) τα νέα περί θανάτου της είναι υπερβολικά. Η δημοσιογραφία παγκοσμίως λατρεύει τα δράματα και οι ειδήσεις για τη χώρα μας μεταδίδονται πλέον όπως στα φαράγγια. Κάθε τι που γίνεται στην Ελλάδα αντηχεί τόσες φορές στα διεθνή ΜΜΕ που φτάνει μέχρι τις εσχατιές του κόσμου. Κι όπως έγραψε ο Richard Barley στη Wall Street Journal «η ψυχολογία της αγοράς είναι τέτοια που μεταφράζει αρνητικά όλα τα νέα για την Ελλάδα» (29.1.2010).
Η αλήθεια είναι ότι ανάλογο κλίμα ζήσαμε στον διεθνή Τύπο σχετικά πρόσφατα. Από το 2000 και μέχρι στις 8 Αυγούστου 2004 όλα τα ξένα ΜΜΕ στοιχημάτιζαν ότι δεν θα κάνουμε Ολυμπιακούς. Τον Σεπτέμβριο του 2004 έγραφαν διθύραμβους για την οργάνωση και το μεγαλείο τους. Πώς καταφέραμε να τους αποστομώσουμε; Απλώς τηρήσαμε τους νόμους και επιδείξαμε την πειθαρχία που η περίσταση απαιτούσε. Ακόμη και η αυτών μεγαλειότης, οι ταξιτζήδες, δεν έμπαιναν στις ειδικές Ολυμπιακές λωρίδες που είχαν χαραχθεί στους δρόμους.
«Και θα σωθεί η χώρα αν οι ταξιτζήδες σταματήσουν να μπαίνουν στις λεωφορειολωρίδες;», θα αναρωτηθεί κάποιος. Φυσικά όχι, αλλά το πρόβλημα της χώρας δεν είναι ένα για να το λύσουμε και να σωθεί η οικονομία. Είναι χιλιάδες μικρά πραγματάκια, που συναπαρτίζουν ένα τεράστιο πρόβλημα. Για παράδειγμα: μακάρι το πρόβλημα της φοροδιαφυγής να υπήρχε σε δέκα μεγάλες επιχειρήσεις. Αργά ή γρήγορα, με ή χωρίς την πίεση της κοινής γνώμης, θα έκανε δέκα εφόδους το ΣΔΟΕ και θα λύναμε το πρόβλημα. Το θέμα όμως είναι ότι η φοροδιαφυγή είναι διάσπαρτη σε χιλιάδες μαγαζιά και κανείς μηχανισμός δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει, όσο καλός κι αν είναι. Το πρόβλημα λοιπόν της φοροδιαφυγής δεν λύνεται παρά μόνο με την ενεργή συμμετοχή όλων των πολιτών, με το να κάνουν αυτό που σε άλλες χώρες δεν χρειάζεται οι πολίτες να κάνουν: να ζητούν αποδείξεις.
Δεύτερο παράδειγμα. Υπολογίστηκε ότι κάθε εργαζόμενος στην Αθήνα ξοδεύει κατ’ έτος στους δρόμους (από και προς τη δουλειά του) το αντίστοιχο δύο μηνών ετησίως. Αυτό είναι απλήρωτος κόπος και χαμένη παραγωγικότητα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας δομικής στρέβλωσης του συστήματος. Το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος χρειάζεται μεγάλη και συγκεντρωμένη σε ένα τόπο γραφειοκρατία, η μεγάλη γραφειοκρατία χρειάζεται υποστηρικτικές υπηρεσίες κι έτσι φτάσαμε σε μια πρωτεύουσα τεσσάρων εκατομμυρίων που απλώς δεν χωρά στο Λεκανοπέδιο.
Το πρόβλημα, φυσικά θα λυθεί με θεσμικές τομές όπως ο «Καλλικράτης» που θα ευνοούν την αποκέντρωση. Αυτές οι τομές χρειάζονται χρόνο. Ομως: ένα μεγάλο κομμάτι των δύο μηνών που κάθε εργαζόμενος (και φυσικά η οικονομία) χάνει κάθε χρόνο οφείλεται στη διάχυτη παραβατικότητα. Διπλοπαρκαρίσματα, τροφοδοσία καταστημάτων εκτός των ωρών που προβλέπει ο νόμος κ.λπ. Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, το πρόβλημα απαλύνεται και με την πιο ενεργητική αστυνόμευση, αλλά και με τη νόμιμη συμπεριφορά.
Εδώ που φτάσαμε όλα πρέπει να αλλάξουν. Και η λειτουργία του κράτους, αλλά και η συμπεριφορά των πολιτών. Το καλοκαίρι του 2004 ήταν μια αρχή η οποία, έστω τώρα, πρέπει να συνεχιστεί.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 10.2.2010