Κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο νόμος που απαγορεύει τις καταλήψεις είναι άδικος και ότι πρέπει να τροποποιηθεί. Οφείλει όμως να προπαγανδίσει την άποψή του, να την κάνει πλειοψηφική για να αλλάξει τον νόμο. Οσο όμως ισχύει ο παλιός νόμος, κάθε πολίτης οφείλει να τον εφαρμόζει.
Το αυτονόητο, σε κάθε γωνιά του κόσμου, είναι ότι αν παραβαίνεις τον νόμο συλλαμβάνεσαι. Ακόμη κι αν είσαι πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ – ΔΕΗ, έστω κι αν λέγεσαι Νίκος Φωτόπουλος. Αυτό ισχύει σε κάθε χώρα του κόσμου και σε κάθε καθεστώς. Η διαφορά ενός ανελεύθερου («χούντας», όπως είναι της μόδας εσχάτως) και ενός δημοκρατικού καθεστώτος δεν είναι ότι στο πρώτο συλλαμβάνονται κάποιοι, ενώ στο δεύτερο -ελέω δημοκρατίας- κάνει καθένας ό,τι γουστάρει. Η διαφορά έχει να κάνει με τη διαδικασία θέσπισης των νόμων και τήρησης των κανόνων σύλληψης, κανόνες που επίσης ορίζονται από νόμους.
Σε μια χούντα οι κανόνες θεσπίζονται από δυναμικές μειοψηφίες. Συνήθως από εκείνους που έχουν τα όπλα και επιβάλλουν τη θέλησή τους στους πολλούς. Σε μια δημοκρατία οι κανόνες θεσπίζονται από την πλειοψηφία των πολιτών, έστω διά των αντιπροσώπων τους και παρά τα προβλήματα που μπορεί να έχει αυτή η αντιπροσώπευση. Σε μια χούντα αποφασίζει ο χωροφύλακας και όχι ο δικαστής· ο πρώτος είναι ανεξέλεγκτος. Σε μια δημοκρατία αποφασίζει ο εισαγγελέας, ο οποίος είναι υπόλογος για τις αποφάσεις του στα αρμόδια δικαστικά όργανα.
Καλώς ή κακώς, οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων είναι παράνομες. Ασχέτως των προθέσεων που δηλώνει κάποιος. Η κατάληψη απαγορεύεται είτε κάποιος το κάνει για το «ρεύμα του λαού» είτε επειδή τον χώρισε κάποια Σούλα. Επομένως οποιοσδήποτε παραβαίνει αυτόν τον κανόνα υφίσταται τις νόμιμες συνέπειες· συλλαμβάνεται από τα αρμόδια όργανα και δικάζεται από τα αρμόδια όργανα που είναι επιφορτισμένα να τηρούν τους νόμους. Ετσι θέλησε η πλειοψηφία και έτσι γίνεται.
Φυσικά, μπορεί κάποιοι, να θεωρούν ότι νόμος είναι ό,τι γουστάρουν οι συνδικαλιστές. Δικαίωμά τους είναι να πιστεύουν ό,τι θέλουν. Μπορούν να ισχυριστούν ότι ο νόμος που απαγορεύει τις καταλήψεις είναι άδικος και ότι πρέπει να τροποποιηθεί. Αν π.χ. κάποιος δηλώνει ότι αγωνίζεται για το «ρεύμα του λαού» να μη συλλαμβάνεται και να παίρνει κάποιο επίδομα αγωνιστικότητας. Και αυτό θεμιτό είναι. Οφείλει όμως να προπαγανδίσει την άποψή του, να την κάνει πλειοψηφική για να αλλάξει τον νόμο. Οσο όμως ισχύει ο παλιός νόμος, κάθε πολίτης οφείλει να τον εφαρμόζει, ασχέτως αν λέγεται Νίκος Φωτόπουλος ή έχει συμπαραστάτες μέλη του Κοινοβουλίου. Δουλειά των τελευταίων δεν είναι να γίνονται μαϊντανοί της παρανομίας, αλλά να αγωνίζονται και να προωθούν στο κοινοβούλιο όποια νομιμότητα τους είναι αρεστή ή θεωρούν πιο δίκαιη.
Το πρώτο καθήκον των βουλευτών είναι η υπεράσπιση της δημοκρατικής νομιμότητας, την οποία οι ίδιοι χτίζουν με τις παρεμβάσεις τους ή ακόμη και τις αντιρρήσεις τους. Η δημοκρατία είναι ένα σύστημα που ζει από τη διαφωνία κατά τη θέσπιση των νόμων, πεθαίνει όμως από την καταστρατήγηση των νόμων μετά την ψήφισή τους. Κάθε βιασμός της θέλησης της πλειοψηφίας είναι μια μικρή ήττα της δημοκρατίας. Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι η παρούσα Βουλή δεν απεικονίζει τις νέες πλειοψηφίες στην κοινωνία. Είναι πολύ πιθανό, αλλά μένει να πιστοποιηθεί από τις εκλογές. Σε άλλες χώρες εκλογές γίνονται αυστηρά κάθε τετραετία. Στην Ελλάδα μπορούν να γίνουν και νωρίτερα. Αλλά για να γίνουν νωρίτερα χρειάζεται αγώνας, ο οποίος πρέπει να είναι εντός των πλαισίων που θέτουν οι νόμοι και το Σύνταγμα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.11.2011