«Μία μόνη, αλλά πολύ μεγάλη υπηρεσία μπορεί να προσφέρει το Πανεπιστήμιο στο έθνος: να είναι καλό Πανεπιστήμιο».
Υπάρχει ένα ερώτημα για τους πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, κ. Πελεγρίνη και Μυλόπουλο. Γιατί δεν καλούν και τους αρχηγούς άλλων κομμάτων ή κινήσεων να κάνουν ανοιχτές συγκεντρώσεις στα πανεπιστήμιά τους; Είναι πολλοί κατά του Μνημονίου και τα πανεπιστήμια, μιας και απέτυχαν στη βασική τους αποστολή, μπορούν κάλλιστα να γίνουν ορμητήριο του αντιμνημονιακού αγώνα. «Εντάξει», θα πει κάποιος, «αλλά ο Μίκης είναι Θεοδωράκης. Εγραψε μεγάλα έργα». Ναι, αλλά ο συνθέτης και η παρέα του δεν πάνε στα ΑΕΙ για συναυλίες. Μετέχουν σε πολιτική κίνηση. Πρέπει να παίζει γιουκαλίλι ο κ. Αλέκος Αλαβάνος για να του διοργανώσει μια συγκέντρωση ο πρύτανης του ΑΠΘ;
Δεν είναι η πρώτη φορά που τα ελληνικά πανεπιστήμια ρίχνουν λάδι στη φωτιά του λαϊκισμού. Το έκαναν πολλάκις. Το Κυπριακό δικαίως χαρακτηρίστηκε «η ιστορία των χαμένων ευκαιριών». Κάθε λύση που προτάθηκε ήταν χειρότερη από την προηγούμενη που απορρίψαμε για να φτάσουμε στη στρατιωτική ήττα του 1974 και τελικά σε μια de facto διχοτόμηση του νησιού. Στη δεκαετία του ’50, όταν πρόωρα και αφρόνως κινήσαμε τη διαδικασία στον ΟΗΕ, υπήρχαν πολλοί αγανακτισμένοι με τη Βρετανία που ζητούσαν Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι διαδηλώσεις ήταν μαζικές και κάποιες φορές γίνονταν βίαιες.
Τότε, ένας από τους πλέον φωτισμένους της εποχής, ο Γεώργιος Θεοτοκάς, έγραψε ένα άρθρο στην «Καθημερινή» (22.12.1954) ένα μέρος του οποίου θα μπορούσε να απευθύνεται στον κ. Πελεγκρίνη και τον κ. Μυλόπουλο. «Αλλο ένα λάθος βαρύτατο (σ. σ.: για τα εθνικά μας συμφέροντα) ήταν η ανάμιξη του Πανεπιστημίου. Δεν θέλω να θυμίσω ορισμένους καθηγητικούς λόγους που μεταφράσθηκαν ευρύτατα και μας ζημίωσαν διεθνώς εξαιρετικά, όπως γνωρίζουν όσοι έτυχε φέτος να έρθουν σε επαφή με ξένους πνευματικούς κύκλους. Μία μόνη, αλλά πολύ μεγάλη υπηρεσία μπορεί να προσφέρει το Πανεπιστήμιο στο έθνος: να είναι καλό Πανεπιστήμιο. Να απολαύει τον σεβασμό της ελληνικής και της διεθνούς κοινωνίας για την υψηλή του πνευματικότητα, για το επιστημονικό του ήθος, για τις έρευνές του, για τη μορφωτική του αξία. Κάθε παρέκκλισή του από τους αυστηρούς κανόνες της ανώτερης πνευματικής και επιστημονικής ζωής δεν προσφέρει καμία απολύτως ωφέλεια στο έθνος, δεν πείθει κανένα από εκείνους που θέλομε να πείσωμε. Τουναντίο, δίδει την ευκαιρία να διασύρεται η Ελλάς ως χώρα που δεν έχει ακόμα αντιληφθεί τι θέση πρέπει να κρατεί το Πανεπιστήμιο ανάμεσα στις αξίες του σύγχρονου πολιτισμού» («Στοχασμοί και Θέσεις. Πολιτικά κείμενα 1925-1966», τόμος Β΄, εκδ. «Εστία»).
Κάπως έτσι χάθηκε η Κύπρος. Στους λαϊκιστές, που συνέγειραν τον λαό με μαξιμαλιστικά συνθήματα, προστέθηκε και ο πνευματικός κόσμος -αυτός που, τέλος πάντων, έχουμε- για να υπερθεματίσει. Το βασικότερο όμως είναι αυτό που υπονοεί ο Γ. Θεοτοκάς. Σ’ αυτήν τη χώρα όλοι θέλουν να σώσουν τον κόσμο και κανένας να κάνει τη δουλειά του. «Μία μόνη, αλλά πολύ μεγάλη υπηρεσία μπορεί να προσφέρει το Πανεπιστήμιο στο έθνος: να είναι καλό Πανεπιστήμιο», έγραψε, και όχι να γίνεται ντουντούκα του περιοδεύοντος λαϊκισμού, θα συμπληρώναμε εμείς.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 9.6.2011