Οι κρατικές επιδοτήσεις στα ΜΜΕ παρήγαγαν πολλά φαινόμενα εκβιαστών και διακονιάρηδων της κρατικής εξουσίας.
Δεν θα σταθούμε στην απαίτηση των δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργάνων να συνεχιστεί ο παραλογισμός της υποχρεωτικής δημοσίευσης των ισολογισμών στον Τύπο. Ολοι καταλαβαίνουν ότι το αντίτιμο της δημοσίευσης μπορεί να σιτίζει τις εφημερίδες, αλλά είναι ένας αφανής φόρος για ολόκληρη την κοινωνία. Το κόστος δεν βγαίνει από την τσέπη του επιχειρηματία. Προστίθεται στις τιμές των προϊόντων που αγοράζουν οι καταναλωτές.
Ούτε θα σταθούμε στον έτερο παραλογισμό που αναφέρεται στις ανακοινώσεις ότι η κατάργηση της δημοσίευσης των ισολογισμών «επιφέρει βαρύ πλήγμα στην ενημέρωση, τη διαφάνεια και τον θεσμικό έλεγχο των οικονομικών στοιχείων όλων των εταιρειών (Α. Ε. και ΕΠΕ)». Ποια ενημέρωση και ποια διαφάνεια; Οι ισολογισμοί της συντριπτικής πλειονότητας των επιχειρήσεων δημοσιεύονται σε εφημερίδες που αγοράζουν 400 – 500 άτομα και οι οποίες μια φορά τον χρόνο φουσκώνουν ξαφνικά δημοσιεύοντας εκατοντάδες ισολογισμούς τους οποίους δεν μπορεί να βρει κανένας.
Η υποχρεωτική δημοσίευση των ισολογισμών στις εφημερίδες είχε λόγο ύπαρξης όταν δεν υπήρχαν άλλα μέσα διάχυσης της οικονομικής πληροφορίας. Στην εποχή του Διαδικτύου είναι περιττή. Οι ισολογισμοί των εταιρειών έτσι κι αλλιώς δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οποιοσδήποτε μέτοχος μπορεί να δει τα αποτελέσματα της εταιρείας του χωρίς να ψάχνει σε στοίβες εφημερίδων μη και κατά λάθος έχει δημοσιευθεί εκεί ο ισολογισμός.
Η κατάργηση, όμως, δημιουργεί προβλήματα. Θα κλείσουν εφημερίδες οι οποίες δεν ζουν από τη δημοσιογραφική τους ύλη. Εκδίδονται τριακόσιες ημέρες τον χρόνο για να κερδίζουν τις δέκα ημέρες που δημοσιεύουν τους ισολογισμούς. Το κλείσιμο αυτών των επιχειρήσεων θα αυξήσει την ανεργία και θα δημιουργήσει προβλήματα στα Ταμεία των δημοσιογράφων.
Ομως, αυτό είναι ένα πρόβλημα που έπρεπε να απαντηθεί προ δεκαπενταετίας, όταν το Διαδίκτυο άρχισε να εξαπλώνεται στην ελληνική πραγματικότητα. Το συνδικαλιστικό όργανο των δημοσιογράφων, αντί να προετοιμαστεί για την κοσμογονία που έφερναν οι νέες τεχνολογίες, δίνει τώρα μάχες οπισθοφυλακής για να συντηρήσει ένα προνόμιο που δεν έχει λόγο ύπαρξης. Και είναι αστείο ότι κάθε δημοσιογράφος ξεχωριστά έχουμε άποψη επί παντός, ως χώρος, όμως, για τίποτε. Εχουμε διαρκώς υψωμένο το δάχτυλο στους πολιτικούς διότι δεν προέβλεψαν την κρίση και τα συνδικαλιστικά μας όργανα δεν έκαναν ούτε ένα συνέδριο για δύο τρομακτικές αλλαγές στον χώρο της ενημέρωσης: την έλευση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης και την εξάπλωση του Διαδικτύου. Και τα δύο άλλαξαν τον τομέα της ενημέρωσης προς πολλές κατευθύνσεις εν απουσία της συλλογικότητας των δημοσιογράφων.
Τώρα, η κρίση ήρθε. Αναγκαστικά θα πλήξει και τη βιομηχανία του Τύπου. Περισσότερο από τις άλλες, διότι είναι πολύ περισσότερο κρατικοδίαιτη. Είναι μια βιομηχανία που γιγαντώθηκε στις καλές στιγμές του αεριτζίδικου ελληνικού καπιταλισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, αντί να γίνει το «μαντρόσκυλο της Δημοκρατίας», παρήγαγε πολλά φαινόμενα εκβιαστών και διακονιάρηδων της κρατικής εξουσίας. Ετσι κατάφερε να χάσει και την αγορά των αναγνωστών (που θα ήταν εγγύηση της ανεξαρτησίας της) και τώρα χάνει και την ιδιότυπη συνταξιοδότηση της δημοσιογραφίας που παρείχε το κράτος με τα λεφτά των άλλων. Διότι τι άλλο πέρα από «συνταξιοδότηση της πραγματικής δημοσιογραφίας» ήταν όλες αυτές οι επιδοματικές πολιτικές που έφτιαξαν οι κυβερνήσεις από τον εμφύλιο και μετά;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.4.2011