Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ: «Δεσμεύομαι σε ένα “Νιου Ντιλ» με τον αμερικανικό λαό. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια προεκλογική εκστρατεία. Είναι επιστράτευση»
Ηταν συννεφιασμένη και κρύα μέρα η 4η Μαρτίου 1933 στην Ουάσιγκτον. Εκατό χιλιάδες άνθρωποι είχαν μαζευτεί στην ανατολική πλευρά του Καπιτωλίου για να παρακολουθήσουν την ορκωμοσία του 32ου προέδρου των ΗΠΑ και να ακούσουν την ομιλία του (σ.σ.: μέχρι το 1933, η θητεία του προέδρου των ΗΠΑ ξεκινούσε Μάρτιο. Από το 1937 και μετά, ορκίζεται στις 20 Ιανουαρίου).
Οι ελπίδες δεν ήταν μεγάλες. Η χώρα ήταν στον τέταρτο χρόνο της ύφεσης. Η ανεργία, τον Οκτώβριο του 1929 (κραχ στην Γουόλ Στριτ), ήταν 4%. Είχε φτάσει το 1933 στο 25%. Οι τιμές των προϊόντων μειώθηκαν 20%. Το 16% των μη αγροτικών δανείων είχαν καταπέσει λόγω αδυναμίας αποπληρωμής. Οι πλειστηριασμοί στις αγροτικές περιοχές ήταν κανόνας και σε κάποιες περιοχές οι αγρότες είχαν πάρει τα όπλα. Οι άνθρωποι σχημάτιζαν ουρές στις τράπεζες για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Τις έβρισκαν κλειστές· μέχρι το 1933, είχαν χρεοκοπήσει 4.000 τράπεζες και οι περισσότερες πολιτειακές κυβερνήσεις επέβαλαν το κλείσιμο των υπολοίπων για να περισωθεί ό,τι απέμενε από το πιστωτικό σύστημα.
Ο Φραγκλίνος Ντελάνο Ρούσβελτ ανέβηκε στο βήμα υποβασταζόμενος. Το 1921 είχε χτυπηθεί από πολιομυελίτιδα που τον άφησε παράλυτο από τη μέση και κάτω. «Πρώτα απ’ όλα επιτρέψτε μου να διατυπώσω τη βαθιά μου πεποίθηση ότι το μόνο πράγμα που έχουμε να φοβηθούμε είναι ο φόβος, ο ανώνυμος, άλογος, αδικαιολόγητος τρόμος που παραλύει τις αναγκαίες προσπάθειες για να μετατρέψουμε την οπισθοδρόμηση σε πρόοδο», είπε.
Το πρώτο νομοσχέδιο αφορούσε τη διάσωση των τραπεζών. Είχε προετοιμαστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση αλλά ο προκάτοχός του, Χέρμπερτ Χούβερ, δίσταζε να το κατεβάσει γιατί εθεωρείτο ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην αγορά. Ψηφίστηκε πέντε μέρες μετά την ορκωμοσία του Ρούσβελτ. Προέβλεπε στήριξη των τραπεζών αλλά και την εποπτεία τους από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Φυσικά, οι αντιδράσεις ήταν άμεσες· «μπολσεβικισμό εν τη γενέσει του» χαρακτήρισε το νομοθέτημα ένας αρθρογράφος.
Ο Ρούσβελτ αντεπιτέθηκε με ένα επικοινωνιακό κόλπο που είχε χρησιμοποιήσει πολλάκις ως κυβερνήτης της Νέας Υόρκης. Οι «κουβέντες γύρω από το τζάκι» (fireside chats) ήταν καλά προετοιμασμένες ραδιοφωνικές ομιλίες (το 80% των όρων επιλεγόταν από το «Λεξικό των χιλίων πιο χρησιμοποιημένων λέξεων της αγγλικής») που όμως ακουγόταν σαν αυθόρμητη κουβεντούλα. «Ο πρόεδρος πήρε ένα τόσο στεγνό θέμα, όπως είναι το τραπεζικό σύστημα… και το κατάλαβαν όλοι, μέχρι και οι τραπεζίτες», έγραψε ο δημοσιογράφος Γουίλ Ρότζερς.
Το δεύτερο νομοσχέδιο του Ρούσβελτ ήταν οι περικοπές στον δημόσιο τομέα! Μείωσε τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις των βετεράνων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατά 15%. Αυτό δημιούργησε ένα ετήσιο μαξιλάρι 500 εκατ. δολαρίων, χρήσιμο για τη δημοσιονομική επέκταση στην πραγματική οικονομία. Συντάκτης του νομοσχεδίου ήταν ο υπουργός Οικονομικών Λιούις Ντάγκλας ένθερμος υποστηρικτής των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ο Ρούσβελτ κυβερνούσε διά των αντιθέσεων μέσα στην κυβέρνηση. Πίστευε ότι αυτές αντικατοπτρίζουν πραγματικά κοινωνικά ρεύματα και η σύνθεσή τους είναι η βέλτιστη λύση.
Πολλές φορές ανέθετε κρυφά σε δύο υπουργούς να επεξεργαστούν λύσεις για το ίδιο πρόβλημα. Οποτε προέκυπταν αντιθέσεις (κάτι που συνέβαινε συχνά) τους ζητούσε να βρουν ένα κοινό τόπο για να τον κάνει νόμο. Αυτό όμως γέννησε σφοδρές επικρίσεις από τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικανούς. Τον κατηγόρησαν ότι ανέλαβε απροετοίμαστος την προεδρία (κάτι που είναι αληθές) και ότι σπαταλούσε χρόνο σε άγονους πειραματισμούς. «Είναι κοινή λογική», έλεγε ο ίδιος, «να ασπάζεσαι μια μέθοδο και να τη δοκιμάζεις. Αν αποτύχει, παραδέξου το ειλικρινά και δοκίμασε κάτι άλλο. Αλλά, πάνω απ’ όλα, δοκίμασε κάτι».
Ακολούθησε ένας καταιγισμός νομοθετημάτων σε κάθε τομέα της οικονομίας. Νομοθέτησε την προστασία των δανειοληπτών. Εκανε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα με κίνητρα για αγρανάπαυση και καταστροφή της πλεονάζουσας παραγωγής. Δημιούργησε την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αύξησε τις δημόσιες δαπάνες στην Παιδεία, στην Υγεία κατασκευάζοντας χιλιάδες νοσοκομεία, σχολεία, βιβλιοθήκες και κέντρα αθλοπαιδιών. Εριξε μεγάλο βάρος στην προστασία του περιβάλλοντος. Επί των ημερών του δημιουργήθηκαν πολλά μεγάλα εθνικά πάρκα, που συντηρούνταν από 275.000 ανέργους και φτιάχτηκαν εκ του μηδενός οι τρεις «πράσινες πόλεις» των ΗΠΑ. Χρηματοδότησε από τον κρατικό προϋπολογισμό μεγάλα έργα όπως τα φράγματα στην Κοιλάδα του Τενεσί, σε ένα σχέδιο συνολικής ανάπλασης της περιοχής. Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των εταιρειών ηλεκτρισμού προχώρησε στη δημιουργία δημόσιας επιχείρησης που πωλούσε ρεύμα στις επιχειρήσεις διανομής και προχώρησε στον εξηλεκτρισμό αγροτικών περιοχών, που οι ιδιωτικές εταιρίες θεωρούσαν ασύμφορη επένδυση.
Ολα αυτά, βέβαια, δεν πέρασαν χωρίς αντιδράσεις. Τα προβλήματα ήταν στην καθημερινή ατζέντα, ειδικά του «πρώτου Νιου Ντιλ» (1933). Υπήρξαν καθυστερήσεις, υπαναχωρήσεις, κατηγορίες για σκάνδαλα όταν οι δημόσιες επενδύσεις προχωρούσαν γρήγορα και ανεπίτρεπτη γραφειοκρατία όταν ελεγχόταν κάθε παράμετρός τους. Η αλήθεια είναι ότι αναπτύχθηκε ένα πολύπλοκο σύστημα χρηματοδότησης στο οποίο εμπλέκονταν οι πολιτειακές κυβερνήσεις και οι κατασκευαστικές εταιρείες. Υπήρξαν πάνω από 2.500 αναφορές για την νομιμότητα συμβάσεων. Πολλές αφορούσαν την κατάτμηση έργων, επειδή για τα μικρά έργα υπήρχε μια πιο ευέλικτη διαδικασία έγκρισης, ενώ άλλες αφορούσαν ρουσφέτια τοπικών πολιτικών παραγόντων για την πρόσληψη ανέργων.
Τις μεγαλύτερες αντιδράσεις συνάντησε ο νόμος για τη φορολογία των φυσικών προσώπων (ο ανώτατος συντελεστής από 25% που ήταν το 1932 έφτασε το 79% το 1939) και ο νόμος που θέσπιζε το δικαίωμα των εργαζομένων να συνδικαλίζονται.
Αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι νόμοι του «Νιου Ντιλ» (π.χ. το κατώτατο ημερομίσθιο ή τα προγράμματα ανακούφισης των αγροτών), κρίθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο αντισυνταγματικοί. Η αντίδραση του Ρούσβελτ υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική του ήττα. Πρότεινε τον διορισμό επιπλέον (μέχρι έξι) δικαστών για κάθε έναν από τους εννιά που ξεπερνούσαν τα 70,5 χρόνια. Φυσικά, κι αυτός ο νόμος κρίθηκε αντισυνταγματικός.
Μπορεί να υπάρξει κεϊνσιανισμός σε μια χώρα;
Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η κληρονομιά του Φραγκλίνου Ρούσβελτ ζει μέχρι τις μέρες μας. Δεν είναι μόνο το ορόσημο των «100 πρώτων ημερών» που θέσπισε άτυπα στην πολιτική ατζέντα. Ούτε το γεγονός ότι μετά τις τέσσερις εκλογικές του νίκες, τροποποιήθηκε το αμερικανικό Σύνταγμα για να επιτρέπει μόνο δύο θητείες στον πρόεδρο. Οι περισσότεροι θεσμοί που έφτιαξε στην δύσκολη δεκαετία του ’30 συνέβαλαν στο μεταπολεμικό θαύμα της ανάπτυξης στην Δύση και επιζούν, παρά το ξεδόντιασμά τους μετά το 1980. Πολλοί ισχυρίζονται ότι «έσωσε τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές».
Δεν ήταν εύκολο, όχι μόνο επειδή το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο της εποχής θεωρούσε ακόμη και την ύπαρξη ρυθμιστικών αρχών «μασκαρεμένο κομμουνισμό», αλλά επειδή απαιτείται ένας συνδυασμός πολιτικών ταυτόχρονου συμμαζέματος των δαπανών και δημοσιονομικής επέκτασης σε άλλους τομείς. Το κράτος δεν μπορεί απλώς να σκορπάει χρήματα και να περιμένει να φυτρώσει η ανάπτυξη, όπως νομίζουν πολλοί στην Ελλάδα και κραυγάζουν «ρίξτε λεφτά στην αγορά».
«Αυτό το επιχείρημα», γράφει ο οικονομολόγος του ΔΝΤ James M. Boughton, «βασίζεται σε μια θεμελιακή παρανόηση της κεϊνσιανής μακροοικονομικής θεωρίας… Οι χώρες που δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις εξωτερικές τους συναλλαγές με λογικούς οικονομικά όρους (ασχέτως από την πηγή του προβλήματος, είτε αυτό ήταν δημοσιονομική σπατάλη είτε εμπορικό σοκ ή άλλες δυσμενείς εξελίξεις), πρέπει να επιτύχουν δημοσιονομική ισορροπία αν θέλουν διατηρήσιμη ανάπτυξη και πλήρη απασχόληση. Ο ίδιος ο Κέινς αναγνώρισε στην «Γενική Θεωρία» ότι στα πρώτα βήματα του Νιου Ντιλ χρειάστηκαν «περικοπές της τρέχουσας παραγωγής», με τη μείωση ανεπιθύμητων αποθεμάτων. Αυτή ήταν «μια φάση που έπρεπε οι άνθρωποι να υπομείνουν… Μόνο όταν έχει ολοκληρωθεί αυτή η φάση ανοίγει ο δρόμος για αξιοσημείωτη ανάκαμψη»». Ολα αυτά, μάλιστα, ίσχυαν σε μια εποχή που τα εθνικά σύνορα ήταν λιγότερο διαπερατά και μπορούσε να εφαρμοστεί ο κεϊνσιανισμός σε μια χώρα. Σήμερα, η εξέλιξη της τεχνολογίας παγκοσμιοποίησε όλους τους συντελεστές παραγωγής (πλην του εδάφους), σε σημείο που ακόμη και οι ΗΠΑ έχουν πρόβλημα εφαρμογής ενός μετριοπαθούς κεϊνσιανού προγράμματος. Σίγουρα χρειάζεται ένα νέο «Νιου Ντιλ» αλλά αυτό δεν μπορεί παρά να είναι παγκόσμιο. Η βασική του, δε, στόχευση δεν πρέπει να είναι στην πλούσια Δύση, αλλά στον Τρίτο Κόσμο ή σε αναπτυσσόμενες χώρες του άγριου καπιταλισμού, όπως είναι η Κίνα. Αυτό μπορεί να εξισορροπήσει την υψηλή προσφορά εργασίας σε χαμηλές τιμές που πιέζει προς τα κάτω τα μεροκάματα στη Δύση.
Στο μήνυμά του στο Κογκρέσο για την έγκριση της συμφωνίας του Μπέτον Γουντς και την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ έγραψε για ένα συνολικό σχέδιο στο οποίο στηρίζονται «οι ελπίδες μας για έναν ασφαλή και γόνιμο κόσμο, ένα κόσμο στον οποίο οι απλοί άνθρωποι σε όλες τις χώρες θα δουλεύουν σε ό,τι μπορούν να κάνουν καλά, θα ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους εν ειρήνη και θα επιδιώκουν το διαφορετικό πεπρωμένο τους σε περιβάλλον ασφάλειας και ειρήνης».
Διαβάστε
– Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ, «Το μεγάλο κραχ του 1929», εκδ. Λιβάνης – Νέα Σύνορα
– Γιάννης Παππάς, «Αναζητώντας το ελληνικό New Deal», Εκδ. Ι. Σιδέρης
– Jonathan Alter, «The Defining Moment: FDR’s Hundred Days and the Triumph of Hope», εκδ. Simon & Schuster
– Paul Krugman, «Η συνείδηση ενός προοδευτικού», εκδ. Πόλις
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 31.10.2010