Το πρόβλημα στην λειτουργία των ΜΜΕ σήμερα δεν είναι η ελευθερία τους, αλλά η θεσμισμένη λογοκρισία. Αυτή επιτρέπει την αναπαραγωγή της κατεστημένης ασυδοσίας, αλλά πνίγει και τις νέες ιδέες και αντιλήψεις που αναγκαστικά όλες ξεκινούν ως περιθωριακές και πολλές φορές αιρετικές.
Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα όσο και τρομαχτική απάντηση στην έρευνα για τα ΜΜΕ που παρουσίασε το Ινστιτούτο Επικοινωνίας, σ’ αυτό το φόρουμ.
Το 93,8% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι «τα ΜΜΕ θα έπρεπε να ελέγχονται και να λογοδοτούν όπως και οι άλλες επιχειρήσεις».
Σωστά, αλλά σε ποια θέματα;
Δηλαδή, αν οι πολίτες ήξεραν ότι πολλά ΜΜΕ εισφοροδιαφεύγουν χωρίς καν να τηρούν τα προσχήματα το καταλαβαίνω.
Αν ήξεραν ότι κάποιες επιχειρήσεις ΜΜΕ δεν πληρώνουν καν τηλέφωνο, θα έπρεπε να εξεγερθούν.
Αν ήξεραν ότι ο κ. Αλογοσκούφης προβαίνει διαρκώς σε ρυθμίσεις για τα χρέη των ΜΜΕ στα ασφαλιστικά ταμεία, έπρεπε να είναι στους δρόμους.
Αν γνώριζαν επίσης ότι υπάρχει τηλεοπτική επιχείρηση που τεκμηριωμένα κατηγορείται για έκδοση πλαστών τιμολογίων και η υπόθεση κουκουλώνεται βεβαίως στέκει η προτροπή των πολιτών ότι τα ΜΜΕ «πρέπει να ελέγχονται και να λογοδοτούν όπως οι άλλες επιχειρήσεις».
Το πρόβλημα όμως είναι ότι μάλλον δεν εννοούν αυτό. Μάλλον εννοούν ότι πρέπει να ελέγχονται και να λογοδοτούν ως προς το περιεχόμενο με τον ίδιο τρόπο που μια γαλακτοβιομηχανία ελέγχεται και λογοδοτεί για το αν τα γιαούρτια της είναι ξινισμένα.
Προσέξτε: Το 93,8% των πελτών των ΜΜΕ ζητούν από κάποιον τρίτο να κάνει αυτό που οι ίδιοι δεν κάνουν δια του οβολού τους ή του τηλεκοντρόλ τους. Είναι μια πτυχή του σοβιετικού τρόπου σκέψης που κυριαρχεί στη χώρα: κάποιος να μας προσέχει. Κατά προτίμηση αυτός να είναι «πατερούλης με παχύ μουστάκι»…
Δεν θα σταθώ στο παράλογο της πρότασης -που φοβάμαι ότι κάποιος θα σκεφτεί να το κάνει νόμο- απλώς θέλω να επισημάνω πόσο χαμηλά στην ιεραρχία των αξιών της χώρας είναι η ελευθερία του λόγου. Είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κουλτούρα, η ανάγκη της λογοκρισίας.
Ας προσέξουμε δύο παροιμίες: στην Ελλάδα λέμε «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Η αντίστοιχη παροιμία στις ΗΠΑ είναι «sticks and stones can break my bones but words can not hurt me» («Τα ξύλα και οι πέτρες μπορούν να σπάσουν τα κόκαλά μου, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν»).
Να προσέξουμε την διαφορά: στην μία κουλτούρα «η γλώσσα κόκαλα τσακίζει» και στην άλλη «οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν».
Αυτή η διαφορά κουλτούρας φαίνεται πιο ανάγλυφα σε ένα μεταφραστικό λάθος που χρόνια τώρα διαιωνίζεται.
Χρόνια γράφω τώρα ότι ο πιο επικίνδυνος χαρακτηρισμός για την ελευθερία του λόγου στη χώρα μας είναι αυτός που άκριτα όλοι αναπαράγουμε: «Τέταρτη Εξουσία».
Μ’ αυτόν πιθανώς πολλοί δημοσιογράφοι να νιώθουν καλά: θεωρούν εαυτούς μετόχους στη διακυβέρνηση του τόπου, συνομιλητές των εκλεγμένων και δημοκρατικά νομιμοποιημένων λειτουργών (των τριών κατά τον Μοντεσκιέ συντεταγμένων εξουσιών), ή, τέλος πάντων, νιώθουμε σημαντικοί.
Μπορεί πάλι ο όρος «Τέταρτη Εξουσία» να είναι όμορφος. Μόνο που είναι τελείως λάθος. Και ιστορικά και πολιτικά.
Ο όρος προέρχεται από μια ομιλία του μεγάλου Ιρλανδού στοχαστή και πολιτικού Έντμουντ Μπερκ (18ος αιώνας) ο οποίος δεν μίλησε για «Τέταρτη Εξουσία», αλλά χαρακτήρισε, όχι μόνο τους δημοσιογράφους, αλλά όλους τους εγγράμματους πολίτες «Τέταρτη Τάξη» («fourth estate») του Κοινοβουλίου μαζί με τις υπόλοιπες τρεις τάξεις της εποχής (ευγενείς, κλήρος και λαός).
«Η τυπωμένη γραφή είναι ισάξια της Δημοκρατίας», είπε- και υπήρξε ενθουσιώδης για τις δυνατότητες που έδινε η τυπογραφία: «Οποιοσδήποτε μπορεί να μιλήσει, μιλά τώρα σε ολόκληρο το έθνος… Δεν έχει σημασία σε ποια τάξη ανήκει, τι εισοδήματα ή τι τίτλους έχει: η προϋπόθεση είναι να έχει γλώσσα που οι άλλοι θα ακούν, και δεν χρειάζεται τίποτε άλλο».
Χαμένοι στη μετάφραση, (και υπό την επήρεια της μαρξιστικής σχολής της Φρανκφούρτης), οι Έλληνες έκαναν την «τάξη» «εξουσία», κι αυτό στη διάρκεια του χρόνου έχει σοβαρές επιπτώσεις. Κατ’ αρχήν όλοι συμφωνούμε τη στιγμή που υπάρχει σε κάποιο τόπο μια εξουσία (ή κάποια λειτουργία χαρακτηρίζεται ως «εξουσία») είναι καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη να την περιορίζει. Και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο που περιορίζει τις τρεις «θεσμισμένες εξουσίες».
Κι αυτό τελικά γίνεται. Είναι αστείο, αλλά αν κοιτάξουμε το ελληνικό σύνταγμα θα προσέξουμε ένα από τα μακροσκελέστερα άρθρα του είναι αυτό που αφορά την ελευθερία του Τύπου. Γιατί λοιπόν ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης χρειάζεται 571 λέξεις για να κατοχυρώσει την ελευθερία του Τύπου ενώ το αμερικανικό Σύνταγμα μόνο 17;
Για ένα απλό λόγο: από το άρθρο 14 μόνο οι 12 λέξεις αφορούν την δημοσιογραφική ελευθερία («Ο Τύπος είναι ελεύθερος. Η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται»). Οι υπόλοιπες 560 λέξεις είναι απαγορεύσεις! Η ελευθερία του Τύπου είναι θεσμικά ναρκοθετημένη. Από το Σύνταγμα μέχρι τους δεκάδες νόμους και διατάξεις που είναι διάσπαρτες στην ελληνική νομοθεσία και στόχο έχουν τον περιορισμό της σε εισαγωγικά «4ης εξουσίας».
Το ερώτημα λοιπόν είναι άλλο: Μήπως, τα ΜΜΕ είναι έτσι κι αλλιώς εξουσία, είτε μεταφράσαμε σωστά τον Έντμουντ Μπερκ είτε όχι;
Σύμφωνα με τον Τζον Λοκ η εξουσία ορίζεται ως «το δικαίωμα να θεσπίζει κάποιος νόμους έχοντας το δικαίωμα επιβολής της θανατικής ποινής και συνεπώς το δικαίωμα επιβολής μικρότερων ποινών για την ρύθμιση και την διατήρηση της ζωής, τη ελευθερίας της ιδιοκτησίας καθώς και το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την δύναμη της κοινότητας για την εφαρμογή αυτών των νόμων».
Τα ΜΜΕ δεν έχουν τέτοια εξουσία. Δεν νομοθετούν, δεν δικάζουν, δεν εκτελούν ποινές. Μπορεί να επηρεάζουν προς την α’ ή τη β’ κατεύθυνση τη λήψη αποφάσεων, επ’ ουδενί όμως δεν επιβάλλουν, διότι δεν μπορούν να ασκήσουν φυσική βία.
Οι τρεις συντεταγμένες εξουσίες (έχοντας το μονοπώλιο της βίας) μπορούν. Χρειάζεται ο νόμος (από το την κοινοβουλευτική εξουσία), η απόφαση (από την δικαστική) και η σύλληψη (από την εκτελεστική) για να πάει κάποιος φυλακή, ή παλιότερα να θανατωθεί.
Το θέμα όμως είναι απλό: τα ΜΜΕ δεν ασκούν εξουσία. Δεν ρυθμίζουν για την πορεία μιας κοινωνίας ή ενός ατόμου. Και δεν είναι μονολιθικά. Ακόμη κι αν ένας παράγων των ΜΜΕ θέλει το α’, υπάρχουν άλλοι πέντε που θέλουν το β’ κι άλλοι τόσοι που επιθυμούν το γ’. Η ισχύς τους είναι εικονική: χρειάζονται κάποιοι άλλοι να εφαρμόσουν αυτά που τα ΜΜΕ προτείνουν (και όχι υπαγορεύουν). Πατώντας όμως στην υποτιθέμενη «εξουσία» των ΜΜΕ πολλοί, που έχουν λόγους να αποφύγουν την έκθεση των πεπραγμένων τους (κι αυτοί είναι συνήθως οι κατέχοντες την πραγματική εξουσία), περιορίζουν τον Τύπο στο όνομα κάποιας δημοκρατικής τάξης. Κι αυτό είναι σε βάρος αυτής της δημοκρατικής τάξης.
«Δεν υπάρχει όμως, επιρροή;» μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Φυσικά υπάρχει, αλλά το μέγεθός της δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η επιρροή δεν είναι ακριβής επιστήμη. H εφημερίδα στην οποία γράφω μπορεί να επηρεάσει κάποιους κι άλλους να τους αφήσει αδιάφορους. Μπορεί κάποιον να τον επηρεάσει πάρα πολύ και κάποιον άλλο λίγο. Ο βαθμός επιρροής λοιπόν, δεν εξαρτάται κυρίως από αυτόν που εκφέρει τον λόγο, αλλά από εκείνο που τον δέχεται.
Η επιρροή λοιπόν των ΜΜΕ, που καταχρηστικά βαφτίζεται «εξουσία», είναι τόση όση είχαν και οι χήνες στο καπιτώλιο της Αρχαίας Ρώμης. Όταν ακούγονται σώζουν (ή και καταστρέφουν) αυτοκρατορίες. Αλλά αυτό έχει να κάνει με εκείνον που ακούει, όχι με τα συμπαθή πτηνά που κρώζουν.
Το πρόβλημα όμως της ανελευθερίας του λόγου που υπάρχει στη χώρα δεν είναι θεωρητικό. Είναι πολύ πρακτικό. Όπως η υπερρύθμιση της αγοράς μειώνει την αποτελεσματικότητα της οικονομίας και διογκώνει την διαφθορά, έτσι και η υπερρύθμιση της ελευθερίας του λόγου έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Φιμώνει τον χρήσιμο πολιτικό λόγο και διογκώνει την χυδαιότητα.
Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος υπάρχει το παράδειγμα του Μακεδονικού: το 1992 κάποιοι νεαροί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση διότι «προπαγάνδιζαν» με φυλλάδια την προδοτική άποψη, αυτή που σήμερα ακούγεται ως η μόνη λογική λύση, αυτή που σήμερα είναι η εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας.
Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος υπάρχει ένα καθημερινό παράδειγμα: απλώς ανοίξτε την τηλεόραση.
Το πρόβλημα στην λειτουργία των ΜΜΕ σήμερα δεν είναι η ελευθερία τους, αλλά η θεσμισμένη λογοκρισία. Αυτή επιτρέπει την αναπαραγωγή της κατεστημένης ασυδοσίας, αλλά πνίγει και τις νέες ιδέες και αντιλήψεις που αναγκαστικά όλες ξεκινούν ως περιθωριακές και πολλές φορές αιρετικές.
Υπάρχει πρόβλημα διάχυτης λογοκρισίας στον τόπο το οποίο πρέπει να δούμε σοβαρά. Ναι, πρέπει να υπάρχει κοινωνικός και κρατικός έλεγχος στις επιχειρήσεις των ΜΜΕ (να τηρούν, βρε αδελφέ την κείμενη νομοθεσία), αλλά χρειάζεται λιγότερος έλεγχος στο περιεχόμενο. Στο κάτω-κάτω της γραφής τι χειρότερο μπορούμε να δούμε στην μικρή μας οθόνη;
Ομιλία στο «Ανοιχτό φόρουμ ’08», Αθήνα 9.4.2008