Με εκατό περίπου αγωγές και μηνύσεις οι κ.κ. Ιάκωβος Γιοσάκης και Κύριλλος Σταυρόπουλος απέτρεψαν το 1997 τη δημοσιοποίηση των πεπραγμένων τους στα Κύθηρα.
Κι όμως, τα σκάνδαλα στην Εκκλησία θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Αν υπήρχε ο φόβος. Όχι του Θεού. Αυτός -εκ του αποτελέσματος γνωρίζουμε- ότι δεν φώλιαζε στην ψυχή των σκανδαλοποιών. Τα σκάνδαλα θα είχαν αποφευχθεί, αν πλανιόταν ο φόβος της δημοσιότητας. Αλλά ούτε κι αυτός υπήρχε. Ελέω του ασφυκτικού νομοθετικού πλαισίου που ισχύει στην Ελλάδα για τον Τύπο, αλλά και των (επί το ανελεύθερο) ερμηνειών των νόμων που κάνουν τα δικαστήρια της χώρας.
Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβη στα Κύθηρα πριν δέκα χρόνια, όταν η τοπική κοινωνία βοούσε για τα έργα και τις ημέρες των νυν προφυλακισθέντων αρχιμανδριτών κ.κ. Ιάκωβου Γιοσάκη και Κύριλλου Σταυρόπουλου. Μπορεί η κοινωνία να βοούσε, αλλά η βοή δεν ακουγόταν. Ο τοπικός Τύπος δεν μπορούσε να γράψει το παραμικρό. Περί τις εκατό αγωγές, μηνύσεις και αιτήσεις για ασφαλιστικά μέτρα κατέθεσαν οι δύο μοναχοί εναντίον των τριών τοπικών εφημερίδων («Πανκυθηραϊκή, «Κυθηραϊκή Ιδέα», «Κύθηρα») και κατά του καθηγητή κ. Ξενοφώντα Παπαχαραλάμπους. Και το πέτυχαν.
Η μία εκ των αποφάσεων (26.5.1997), όπως μας την ενεχείρισε ο τότε εκδότης της «Πανκυθηραϊκής» και νυν δικηγόρος κ. Κώστας Καλλίγερος είναι μνημειώδης: «Απαγορεύεται», αναφέρει η απόφαση, «στους (Σ.Σ.: στους εκδότες των εφημερίδων) να δημοσιεύσουν στα έντυπά των οτιδήποτε αφορά τον βίον και την πολιτείαν των αιτούντων (Σ.Σ.: Μητροπολίτης Κυθήρων Ιάκωβος, Ιάκωβος Γιοσάκης, Κύριλλος Σταυρόπουλος) άνευ της προηγουμένης εγγράφου αιτήσεως των αιτούντων. Ορίζει χρηματική ποινή 200.000 δραχμών για κάθε παράβαση της ύπερθεν διατάξεως εις βάρος του παραβάτη εκ των ανωτέρω καθώς και υπέρ του θιγομένου εκ των αιτούντων».
Αυτή είναι απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης που επιτάσσει την προληπτική λογοκρισία σε τρία έντυπα. Πιθανότατα να είναι και να είναι και σύννομη. Το ζήτημα λοιπόν στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι το παραδικαστικό κύκλωμα. Είναι ένα ολόκληρο νομοθετικό πλέγμα, το οποίο χρησιμοποιείται από τους κατά τόπους ισχυρούς για να φιμώνουν τον Τύπο, ώστε να κάνουν ανενόχλητοι τις λαθροχειρίες των.
Το πρόβλημα είναι μεγάλο. Ιστορικά η ελληνική νομοθεσία δεν ήταν ποτέ φιλική προς τον Τύπο, ή έστω έχει πολλές εν υπνώσει διατάξεις που λειτουργούν ως νάρκες (βλέπε άρθρο 14 του Συντάγματος). Ειδικά όμως τη δεύτερη περίοδο του ΠΑΣΟΚ τα πράγματα χειροτέρεψαν πολύ. Υπήρχε ένα εισαγόμενο (κατά κύριο λόγο) και αριστερογενές κλίμα για τη δήθεν εξουσία των ΜΜΕ, συν ο πολιτικός οπορτουνισμός του επί έτη υπουργού Δικαιοσύνης κ. Ευάγγελου Βενιζέλου που έκαναν τη νομοθεσία περί Τύπου ασφυκτική. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ της δεύτερης περιόδου υπήρξε σε θεσμικό επίπεδο ο μεγαλύτερος διώκτης του Τύπου. Δεν αναφερόμαστε στην παγκόσμια πρωτοτυπία του συνταγματικά καθιερωμένου βασικού μετόχου, αλλά σε έτερο νομικό ανδραγάθημα του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου: στο νόμο 2328/1995 περί αγωγών. Ενώ η ελληνική νομοθεσία είχε διατάξεις που προέβλεπαν τη δίκη και ποινικό κολασμό δημοσιογράφων και εντύπων για τυχόν δυσφημήσεις ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης πήγε ένα βήμα παραπέρα. Ξεχώρισε την αστική από την ποινική ευθύνη δημοσιογράφων για τα γραφόμενά τους. Με βάση το νόμο Βενιζέλου δεν εξετάζεται πρώτα η αλήθεια ή αναλήθεια των δημοσιευμάτων (το σκέλος της δυσφήμησης παραμένει στα ποινικά δικαστήρια), αλλά αν και κατά πόσο προκαλούν ζημία στον ενάγοντα. Και μπορεί κάποιος να γράφει την αλήθεια και παρ’ όλα αυτά να πληρώσει σημαντική αποζημίωση διότι προκαλεί ζημιά! Δεν είναι τρελό, είναι η ελληνική νομοθεσία.
Η κατάσταση με τις αγωγές έχει φτάσει πλέον στο απροχώρητο. Αυτή τη στιγμή εκκρεμούν χιλιάδες στα ελληνικά δικαστήρια σε βάρος εντύπων και δημοσιογράφων (Σ.Σ. ευτυχώς δύο από αυτές εκκρεμούν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και είναι σίγουρο ότι θα καταπέσει ένα ακόμη νομοθετικό ανοσιούργημα του ΠΑΣΟΚ). Μέχρι τότε όμως κάθε δημοσιογράφος αυτολογοκρίνεται, όχι μόνο στις εκτιμήσεις, αλλά και στα γεγονότα. Και κάθε Γιοσάκης μπορεί ανενόχλητος να συνεχίζει τη δράση του, όπως έγινε και στην περίπτωση των Κυθήρων, όπου φιμώθηκε (πιθανότατα νομίμως) σύμπας ο τοπικός Τύπος.
Το αποτέλεσμα της ελλειμματικής δημοσιότητας για «τον βίον και την πολιτείαν των αιτούντων» (όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η απόφαση) το βλέπουμε καθημερινά πια στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες. «Η δημοσίευσις», παραμένει «ψυχή της Δικαιοσύνης»…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 2.3.2005