Υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης των προβλημάτων. Ο ένας είναι να ξεκινήσουμε από την ανάλυσή τους. Θα λέγαμε ότι αυτός είναι ο δυτικός: διαπιστώνουμε το πρόβλημα, το αναλύουμε στα επιμέρους στοιχεία, θεραπεύουμε στο ενδιάμεσο τα συμπτώματα, αλλά δεν ξεχνάμε τις ρίζες του, στις οποίες παρεμβαίνουμε δραστικά για να μην επανεμφανιστεί. Ο δεύτερος (και πιο ανατολίτικος) είναι να αρχίσουμε να καταριόμαστε το πρόβλημα ή να κλαίμε γι’ αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική κοινωνία βρέθηκε απροετοίμαστη για την κρίση. Τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρουν γι’ αυτό το πολιτικό και μιντιακό σύστημα. Κακά τα ψέματα: το «λεφτά υπάρχουν» δεν το είπε μόνο ο κ. Γιώργος Παπανδρέου. Το υπονοούσαν όλοι όσοι έσχιζαν τα ιμάτιά τους, διότι το μεσογειακό μας κράτος δεν είχε υποδομές Φινλανδίας για τη μία μέρα χιονόπτωσης στην Αθήνα, εκείνοι που έκαναν τηλεοπτικούς μαραθώνιους για «το επιδοματάκι του δημοσίου υπαλλήλου» και αναρωτιόταν πώς είναι δυνατόν το ανάλγητο κράτος να μην αγοράζει τα ακριβότερα φάρμακα για τον λαό, ο οποίος κινδύνευε να καταναλώσει γενόσημα. Για κάθε ζήτημα δεν υπήρχαν επιχειρήματα. Υπήρχε μελό, συναισθηματισμός και κάποιος χαρακτηρισμός.
Σήμερα, και παρά την κρίση, συνεχίζεται αυτού του τύπου ο διάλογος. Κατ’ αρχάς όλοι υπονοούν ότι «λεφτά υπάρχουν». Δεν εννοούμε από τους Ρώσους ή τους Νεφελίμ (οι οποίοι, ως γνωστόν, είναι βασικοί μέτοχοι της «Τράπεζας της Ανατολής»), αλλά τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Η αντιπολίτευση στην εκάστοτε κυβέρνηση -η τελευταία, εκ των πραγμάτων, πρέπει να ασκεί πολιτική επί του πραγματικού και όχι του νεφελώδους- δεν είναι ταξική, είναι εναντίον της πραγματικότητας. Δηλαδή, θα περίμενε κανείς ότι σε μια κοινωνία που κυριαρχείται από τους νόμους της λογικής, να μην γίνεται η συζήτηση «αν θα πρέπει να κόψουμε», αλλά -με δεδομένο ότι τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα- θα έπρεπε να κουβεντιάζουμε το «από που θα κόψουμε». Η Δεξιά θα έλεγε ότι «πρέπει να μειώσουμε το Δημόσιο», η «Αριστερά να φορολογήσουμε περισσότερο την περιουσία και τα υψηλά εισοδήματα», άλλοι θα προέτασσαν κάποιον συνδυασμό των δύο και γενικώς θα καταλήγαμε διά της πλειοψηφίας σε κάποιο αποτέλεσμα.
Το θέμα είναι ότι όσο κι αν καταριόμαστε τις ανισορροπίες στα δημοσιονομικά, όσο κι αν κλαίμε για τα μέτρα που επιχειρούν την εξάλειψή τους, οι ανισορροπίες αυτές θα διορθωθούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο ένας είναι διά του μισητού Μνημονίου. Αυτός, ο τρόπος, φυσικά, είναι περιοριστικός· δεν προβλέπει ότι όλα θα γίνονται όπως πριν, περιμένοντας διαφορετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα. Δεν είναι ευχάριστος, αλλά είναι πολύ καλύτερος από τον εναλλακτικό δρόμο της χρεοκοπίας. Η χρεοκοπία διορθώνει κι αυτή τα δημοσιονομικά αποτελέσματα αυτόματα: όσα βγάζεις, τόσα ξοδεύεις· δεν έχεις καν στο ενδιάμεσο το μαξιλάρι των δανεικών της τρόικας. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πόσο πόνεσαν τα 11 δισ. που περικόψαμε το πρώτο έτος του Μνημονίου, μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν περικόπταμε αυτομάτως 24 δισ. που ήταν το πρωτογενές έλλειμμα του 2009.
Το βασικό πρόβλημα με τον ανατολίτικο τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων είναι ότι δεν αφήνει χρόνο να συζητηθεί το πραγματικό ζήτημα, δηλαδή ποια είναι η δικαιότερη κατανομή των βαρών της κρίσης. Εκτός, πάλι, αν αυτό είναι το ζητούμενο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 21.9.2012