Στο χάος των τοπικών δεσποτειών, δουκάτων, κομητειών κ.λπ. στη φεουδαλική Ευρώπη ανάμεσα στον 10ο και τον 16ο αιώνα, αναφύονται θεσμοί που σιγά σιγά φτιάχνουν το κράτος όπως το ξέρουμε σήμερα.
Σήμερα το εθνικό κράτος είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα. Σε κάθε γωνιά της οικουμένης οι λαοί υιοθέτησαν έναν συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης των κοινών τους υποθέσεων. «Μας είναι αδύνατον να φανταστούμε τη ζωή χωρίς αυτό», έγραψε στο βιβλίο «Γιατί γεννήθηκε το κράτος» ο καθηγητής του Πρίνστον Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ. «Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Υπήρχαν περίοδοι -όχι πολύ μακρινές με τα μέτρα των ιστορικών- κατά τις οποίες το κράτος δεν υπήρχε, δίχως κανείς να νοιάζεται για τούτη την απουσία. Σε εκείνες τις εποχές, αυτός που δεν είχε ασφάλεια κι ευκαιρίες ήταν ο άνθρωπος δίχως οικογένεια ή χωροδεσπότη, εκείνος που δεν ήταν ενταγμένος σε μια τοπική κοινότητα ή σε μια ισχυρή θρησκευτική ομάδα. Ο άνθρωπος αυτός μπορούσε να επιβιώσει μόνο αν γινόταν υποτελής ή δούλος».
Κι όμως: στο χάος των τοπικών δεσποτειών, δουκάτων, κομητειών κ.λπ. στη φεουδαλική Ευρώπη ανάμεσα στον 10ο και τον 16ο αιώνα, αναφύονται θεσμοί που σιγά σιγά φτιάχνουν το κράτος όπως το ξέρουμε σήμερα. Για τον Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ το κράτος ήταν το αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας και ας μην την αναφέρει ως τέτοια. Οι προηγούμενοι τύποι οργάνωσης της κοινωνίας ήταν ατελείς και περιορισμένης έκτασης, κάτι που σήμαινε «ότι η κοινωνία δεν μπορούσε να αξιοποιήσει κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τους ανθρώπους και τους φυσικούς της πόρους, ότι το βιοτικό επίπεδο ήταν χαμηλό κι ότι τα προικισμένα άτομα δεν κατάφερναν να πραγματώσουν πλήρως τις δυνατότητές τους. Αντίθετα, η συγκεντρωτική χρήση των ανθρώπινων πόρων, την οποία ανέπτυξε η εξέλιξη του νεότερου κράτους, αποδείχθηκε τόσο αποτελεσματική, ώστε υποχρέωσε κάθε άλλο τύπο κοινωνικής οργάνωσης να υποχωρήσει σε υποδεέστερο ρόλο».
Για τον Στρέγερ υπάρχουν τέσσερα σημάδια που πιστοποιούν ότι εκείνη την κρίσιμη περίοδο αναδύεται το σύγχρονο κράτος.
– Το πρώτο είναι ο εδαφικός παράγοντας. «Μια ανθρώπινη κοινότητα, προκειμένου να γίνει κράτος, πρέπει να μένει σταθερή στον χώρο και στον χρόνο. Μόνο αν μια ομάδα ανθρώπων ζει και εργάζεται σε δεδομένη περιοχή επί πολλές γενιές μπορεί να αναπτύξει τις δομές οργάνωσης που απαιτούνται για να συγκροτηθεί κράτος».
– Το δεύτερο είναι οι μόνιμοι και απρόσωποι θεσμοί. «Οι πρωτόγονες ή οι εφήμερες πολιτικές συνομαδώσεις μπορούν να λειτουργήσουν μέσω προσωπικών σχέσεων, δίχως συγκεκριμένη διάρθρωση, π.χ. μέσα από συναντήσεις επιφανών ανδρών ή στο πλαίσιο συνελεύσεων με βάση τις σχέσεις γειτνίασης». Για να υπάρξει όμως κράτος, «πρέπει να επινοηθούν θεσμοί ικανοί να συνεχίσουν να υφίστανται έπειτα από μεταβολή της ηγεσίας και ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις στον βαθμό συνεργασίας μεταξύ των υποομάδων· θεσμοί που να επιτρέπουν έναν ορισμένο βαθμό εξειδίκευσης στις πολιτικές υποθέσεις και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της πολιτικής διαδικασίας· θεσμοί που να ενδυναμώνουν το αίσθημα πολιτικής ταυτότητας της ομάδας».
– Το τρίτο στοιχείο είναι το κύρος του κράτους, δηλαδή η κυριαρχία σε μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή. «Υπάρχουν π.χ. δικαστήρια που να μπορούν να εκδίδουν τελεσίδικες αποφάσεις δεσμευτικές για το σύνολο του πληθυσμού;… Το σημείο καμπής, ωστόσο, δεν ήταν η απόκτηση ενός “μονοπωλίου εξουσίας”, αλλά η αναγνώριση της αναγκαιότητας για την ύπαρξη μιας ύπατης αυθεντίας», ασχέτως αν σε πρακτικό επίπεδο υπήρχαν πολλές παραβιάσεις αυτής της αρχής.
– Το τέταρτο στοιχείο είναι η ηθική πρόσδεση του πληθυσμού στο κράτος ή «μια μετατόπιση της ηθικής πρόσδεσης των ανθρώπων από την οικογένεια ή τη θρησκευτική ομάδα στο κράτος και την απόκτηση από μέρους του κράτους της ηθικής αυθεντίας να στηρίζει τη θεσμική του δομή και τη νομική υπεροχή του». Αυτό, κατά τον Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ, είναι διαφορετικό από τον εθνικισμό, ο οποίος πολλές φορές λειτούργησε ενάντια στην ηθική πρόσδεση στα υφιστάμενα κράτη. Αλλά «ακόμη και στις χώρες εκείνες που είχαν την τύχη ο εθνικισμός να ενισχύσει τελικά την ηθική πρόσδεση στο κράτος, πρώτη εμφανίστηκε η εθνική πρόσδεση στο κράτος και τούτη αποτέλεσε ένα πολύ πιο ψύχραιμο είδος συναισθήματος. Είχε περίπου την ίδια “θερμοκρασία” με τον ανθρωποκεντρισμό και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσε μια μορφή ανθρωποκεντρισμού». Η αρχική ηθική πρόσδεση στο κράτος για τον Στρέγερ δεν είχε ως υπόβαθρο τα υψιπετή οράματα του ρομαντισμού, αλλά πολύ πρακτικές καταβολές. «Το κράτος παρείχε περισσότερη ειρήνη, μεγαλύτερη ασφάλεια και αυξημένες ευκαιρίες για μια καλή ζωή απ’ ό,τι οι χαλαρές συνομαδώσεις κοινοτήτων, και επομένως έπρεπε να υποστηριχθεί».
Βεβαίως, συσσωματώσεις που προσιδιάζουν στο κράτος υπήρξαν και στο παρελθόν. Τέτοιες ήταν η αρχαία ελληνική πόλη-κράτος και οι μεγάλες αυτοκρατορίες του παρελθόντος. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», σημειώνει ο Στρέγερ, «ότι η ελληνική πόλις αποτελούσε κράτος, ότι η Αυτοκρατορία των Χαν στην Κίνα αποτελούσε κράτος, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποτελούσε κράτος». Ομως «οι άνθρωποι που έθεσαν τα θεμέλια για τα πρώτα ευρωπαϊκά κράτη δεν γνώριζαν το παραμικρό για την ανατολική Ασία και τους χώριζε μεγάλη χρονική απόσταση από την αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ρώμη… Ο τύπος του κράτους που επινόησαν αποδείχθηκε πολύ πιο επιτυχής απ’ όλα σχεδόν τα προηγούμενα μοντέλα».
«Στον αρχαίο κόσμο τα κράτη υπάγονταν κατά κανόνα σε δύο κατηγορίες: αφενός στις μεγάλες, ανεπαρκώς ενοποιημένες αυτοκρατορίες και αφετέρου στις μικρές αλλά πολύ συνεκτικές μονάδες, όπως η ελληνική πόλη-κράτος. Οι αυτοκρατορίες ήταν ισχυρές από στρατιωτική άποψη, όμως δεν μπορούσαν να συμπεριλάβουν παρά μόνο μια μικρή μερίδα των κατοίκων τους στην πολιτική διαδικασία… Τούτο ισοδυναμούσε με σημαντική σπατάλη ανθρώπινων πόρων. Σήμαινε επίσης ότι η ηθική πρόσδεση στο κράτος ήταν ισχνή… Η πόλη-κράτος, συγκρινόμενη με την αυτοκρατορία, αξιοποιούσε τους κατοίκους της με πολύ πιο αποτελεσματικότερο τρόπο. Ολοι οι πολίτες συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική διαδικασία και σε συναφείς δραστηριότητες της κοινότητας. Η ηθική πρόσδεση στο κράτος ήταν ισχυρή. Ωστόσο, καμιά πόλη-κράτος δεν μπόρεσε να επιλύσει το πρόβλημα ενσωμάτωσης νέων εδαφών και νέων πληθυσμών στην υφιστάμενη δομή της… Η πόλη-κράτος είτε γινόταν ο πυρήνας μιας αυτοκρατορίας (όπως συνέβη με τη Ρώμη) είτε παρέμενε μικρή, στρατιωτικά αδύναμη και αργά ή γρήγορα έπεφτε θύμα ξένης κατάκτησης…».
Η ανάδυση του κράτους στις μεσαιωνικές κοινωνίες δεν ήταν μια «ιστορική αναγκαιότητα», όπως συνηθίζουμε να λέμε για κάθε στροφή του κοινού μας βίου. Ηταν περισσότερο μια βολική για όλους εξέλιξη. Το χρειάζονταν οι βασιλείς για να επεκτείνουν την εξουσία τους και να συλλέξουν πιο αποτελεσματικά τους φόρους, το χρειάζονταν και οι πληθυσμοί για να έχουν ασφάλεια. Ο Μεσαίωνας είναι ένα εξελικτικό εργαστήρι όπου δοκιμάζονται πολλά και επιβιώνουν λίγα· αυτά που σήμερα συγκροτούν τις δομές του σύγχρονου κράτους.
Οσο κι αν φανεί περίεργο, οι πρώιμες κρατικές οντότητες περισσότερο ήθελαν να διευθετήσουν εσωτερικά ζητήματα των κοινωνιών παρά εξωτερικές σχέσεις. Σύμφωνα με τον Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ, «οι πρώτοι μόνιμοι θεσμοί στη δυτική Ευρώπη ασχολούνται περισσότερο με ζητήματα εσωτερικής παρά εξωτερικής πολιτικής. Ανώτερα δικαστήρια και υπουργεία Οικονομικών εμφανίστηκαν πολύ πριν από τα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας».
«Το προβάδισμα των θεσμών που ασχολούνται με εσωτερικά ζητήματα… εναρμονιζόταν περισσότερο με τα κυρίαρχα κοσμικά ιδανικά περί δικαιοσύνης και κράτους δικαίου, τα οποία μπορούσαν εύκολα να προσαρμοστούν σε εσωτερικά προβλήματα, αλλά πολύ δύσκολα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Η δημιουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος δικαστηρίων ήταν προφανώς επωφελής για τους πάντες· αντίθετα ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχθεί η χρησιμότητα ενός μόνιμου στρατού…».
Από την άλλη πλευρά, «ο κατακερματισμός και η ανισχυρία των πολιτικών μονάδων δεν επέτρεπαν καμιά συγκροτημένη ή μακρόπνοη δραστηριότητα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Κανένας ηγεμόνας δεν μπορούσε να συγκροτήσει στρατό που να ξεπερνά τις λίγες χιλιάδες άνδρες, ούτε μπορούσε να συντηρήσει έναν στρατό για πάνω από λίγους μήνες… Σε μια Ευρώπη δίχως κράτη και δίχως σύνορα, η έννοια των “εξωτερικών υποθέσεων” δεν είχε κανένα νόημα και, επομένως, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τον χειρισμό εξωτερικών υποθέσεων».
Για τον Στρέγερ οι κοινωνίες δοκίμαζαν με τα υλικά που υπήρχαν διαθέσιμα νέους συνδυασμούς, κάποιοι από τους οποίους στο συγκεκριμένο εξελικτικό στάδιο της κοινωνίας επιβίωναν και άλλοι όχι. Η ίδια η έννοια του κράτους κλονίζεται την περίοδο 1300-1450 καθώς «ο 14ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από μια σειρά καταστροφών, που κάθε άλλο παρά ενθάρρυναν τον πολιτικό πειραματισμό. Τη δεκαετία του 1280 ξεκίνησε μια βαθιά οικονομική ύφεση, μια από τις πλέον μακροχρόνιες της Ιστορίας… Μέχρι να αναπτυχθούν νέες τεχνικές, νέες αγορές και νέες πηγές εφοδιασμού, η στασιμότητα ήταν βέβαιη και η οπισθοδρόμηση πολύ πιθανή. Η αύξηση του πληθυσμού ασκούσε έντονες πιέσεις στην κατανομή και εκμετάλλευση της γης, ενώ οι λιμοί και οι μεταδοτικές ασθένειες, που τελικά περιόρισαν τις πιέσεις αυτές, δεν ενίσχυσαν διόλου το ηθικό όσων επέζησαν…».
Ομως αυτός ο κλονισμός ήταν απλώς μια εμπειρία για τη δυτική Ευρώπη, που οδήγησε στην εδραίωση του σύγχρονου κράτους (1450-1700). Τα κράτη επιβίωσαν, διατήρησαν τις διοικητικές τους δομές και «οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις έφεραν στο φως οργανωτικές και διαδικαστικές αδυναμίες… Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν κερδίσει χρόνο και εμπειρία, πράγματα πολύτιμα για έναν πολιτικό οργανισμό…».
Διαβάστε
– Τζόζεφ Ρ. Στρέγερ, «Γιατί γεννήθηκε το κράτος. Εξουσία, ιδεολογία και θεσμοί στην αυγή της νεότερης Ευρώπης». μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής. εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 29.7.2012