Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου, που πρέπει να υπάρχει σε μια κοινωνία, και της απόλυτης ελευθερίας του τραμπουκισμού που απαντάται όλο και πιο συχνά στην ελληνική κοινωνία.
Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ της απόλυτης ελευθερίας του λόγου, που πρέπει να υπάρχει σε μια κοινωνία, και της απόλυτης ελευθερίας του τραμπουκισμού που απαντάται όλο και πιο συχνά στην ελληνική κοινωνία. Η παλαβή Αριστερά την έσβησε. Οπως, εξάλλου, τόσα και τόσα.
Σε μια φιλελεύθερη κοινωνία ένας πολίτης πρέπει να είναι ελεύθερος να πει ό,τι θέλει σε έναν πολιτικό. Ετσι κι αλλιώς οι πολιτικοί λένε στους πολίτες τόσα και τόσα. Δεν πρέπει να υπάρχει νομοθετημένος περιορισμός. Ακόμη και στην εξύβριση ή δυσφήμηση. Ετσι κι αλλιώς ένας πολιτικός έχει πολλά περισσότερα μέσα απ’ όσα έχει ένας πολίτης για να ανταπαντήσει. Η λογική που λέει ότι στα δικαιώματα πολίτες και πολιτικοί είμαστε ίδιοι, αλλά στην εξουσία χώρια δεν είναι απλώς υποκριτική, αλλά είναι και αντιπαραγωγική. Κάθε απόπειρα φίμωσης του επικριτικού λόγου -ακόμη και του ακραίου- προς τους φορείς της εξουσίας, έχει κακά για τον δημόσιο λόγο παρεπόμενα. Αναγκαστικά λογοκρίνει και χρήσιμο λόγο έστω διά του φόβου. Πολλοί που θα είχαν να κάνουν χρήσιμες για τη λειτουργία της πολιτείας επικριτικές παρατηρήσεις αυτολογοκρίνονται· κι αυτό το βλέπουμε συχνά στην Ελλάδα. Από την άλλη, πολλοί πολιτικοί χρησιμοποιούν αυτές τις νομοθετικές «ασπίδες προστασίας» για να εκφοβίσουν επικριτές τους και πολλάκις τα καταφέρνουν σε βάρος του αναγκαίου δημόσιου διαλόγου και του αναγκαίου ελέγχου κάθε εξουσίας.
Ενας περιορισμός πρέπει να υπάρχει εκεί, αλλά αυτός είναι κοινωνικός και δεν πρέπει, ούτε μπορεί να θεσμοθετηθεί. Η ευπρέπεια, όπως και η αγωγή του ατόμου, δεν μπορεί να επιβληθεί διά νόμου και η απρέπεια ή το ανάγωγον της συμπεριφοράς κάποιου δεν μπορεί να τιμωρηθεί παρά μόνο με την απαξία του κοινωνικού περίγυρου. Γενικώς, πάντως, είναι προτιμότερο για την κοινωνία συνολικά, να μην απαγορευθεί σε έναν πολίτη να είναι ανάγωγος εκτοξεύοντας π.χ. την έκφραση «λαμόγιο» σε έναν πολιτικό, προκειμένου να μην αποσιωπηθεί η τεκμηριωμένη άποψη ενός πολίτη που θα αποδεικνύει ότι ένας πολιτικός είναι «λαμόγιο».
Εδώ όμως υπάρχει η κόκκινη γραμμή της ελευθερίας του λόγου. Δυστυχώς, στην Ελλάδα επικρατεί χρόνια η νέφωση ενός μεταμοντέρνου αριστερού λόγου που ξεχειλώνει τις δημοκρατικές κατακτήσεις μέχρι τελικής διάρρηξής των. Ετσι στο δικαίωμα που πρέπει να έχει ένας πολίτης να κάνει μια λεκτική επίθεση σε κάποιον πολιτικό, προστίθεται και το «δικαίωμα» του γιαουρτώματος, της ρίψης αυγών, ποτών και λοιπών ζαρζαβατικών. Μόνο που αυτές οι πράξεις δεν έχουν τις εκ των πραγμάτων ανυπολόγιστες (με την έννοια ότι δεν μπορούν να μετρηθούν) «ψυχολογικές επιπτώσεις» στο θύμα της επίθεσης, έχουν κι ένα πραγματικό κόστος. Οι φυσικές επιπτώσεις μιας χουλιγκανικής επίθεσης (άσχετα αν στην Ελλάδα όλα κρύβονται πίσω από το νεφέλωμα των αστήρικτων αναλογιών) είναι ορατές και μετρήσιμες. Το γιαούρτωμα, λοιπόν, ή οι ρίψεις αυγών σε ομιλητές δεν είναι έκφραση η οποία προστατεύεται από το αξίωμα της ελευθερίας του λόγου. Είναι χουλιγκανισμός, πραγματική άσκηση φυσικής βίας που τιμωρείται και πρέπει να τιμωρείται από τον νόμο. Εξάλλου, η ελευθερία του λόγου έχει ακριβώς αυτή τη χρησιμότητα. Να μπορούν οι άνθρωποι να αντιπαρατίθενται λεκτικά, χωρίς να φτάνουν να πιαστούν στα χέρια. Να αντιπαραθέτουν λέξεις (έστω κι αν δεν αρθρώνονται σε επιχειρήματα) και όχι γιαούρτια, αυγά και πέτρες. Κι αυτό είναι κάτι που μας ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ το είχε πει πολύ καλά: «Ο πρώτος άνθρωπος που πέταξε μια προσβολή αντί για μια πέτρα, ήταν ο θεμελιωτής του πολιτισμού».
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο λόγος των πολιτικών και κάποιων δημόσιων προσώπων «ασκεί βία». Βεβαίως, στη νέφωση του μεταμοντέρνου αριστερού λόγου τα πάντα ασκούν βία. Ακόμη και τα Ι.Χ. Γι’ αυτό και κάποιοι τα καίνε. Αν όμως ο λόγος του πολιτικού «ασκεί βία» η οποία πρέπει να απαντηθεί με πραγματικές βίαιες πράξεις, όπως είναι η ρίψη αυγών, τότε και ο λόγος του πολίτη «ασκεί βία» που πρέπει να απαντηθεί με την άσκηση της πραγματικής νόμιμης βίας που έχει το κράτος. Συνεπώς, αν ένας πολίτης αποκαλέσει έναν πολιτικό «λαμόγιο», τότε αυτός ο πολίτης θα πρέπει να υποστεί τις συνέπειες του νόμου, που μπορεί να είναι μέχρι και η φυλάκιση. Αρα ξαναμπαίνουμε στον ολισθηρό δρόμο της λογοκρισίας.
Ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας Ισαάκ Ασίμοφ είχε γράψει ότι «η βία είναι το τελευταίο καταφύγιο των αποτυχημένων». Το ίδιο ισχύει και για τους πολιτικούς σχηματισμούς ή ευρύτερες παρατάξεις που έστω δικαιολογούν τη βία. Το να αγκαλιάζει ένας πολιτικός σχηματισμός όλες αυτές τις απρεπείς συμπεριφορές (διάφορες ομαδούλες που προπηλακίζουν πολιτικούς) ακόμη και για τις λεκτικές επιθέσεις δείχνει ότι αυτός ο σχηματισμός έπαψε να έχει άλλο λόγο, άξιο να ακουστεί και προσπαθεί να ψηφοθηρήσει στα θολά νερά του συναισθήματος των αδαών. Αυτός ο πολιτικός σχηματισμός δεν μπορεί να πείσει με τον λόγο του και προσπαθεί να τραβήξει πολίτες χαϊδεύοντας τις πράξεις τους. Οποιες και να είναι αυτές.
Ενα πολιτικό κόμμα δεν είναι ένα άθροισμα ψήφων χωρίς προέλευση. Είναι ζωντανός χώρος διαλόγου, επεξεργασίας θέσεων για όλο και πιο πολύπλοκα ζητήματα. Πρέπει να έχει ρόλο ιδεολογικής ηγεσίας και διαπαιδαγώγησης της κοινωνίας· ειδικά το τελευταίο η Αριστερά το έκανε με επιτυχία όλα τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορεί ένα πολιτικό κόμμα να έρχεται μετά τις χουλιγκανικές εκδηλώσεις και να τις βαφτίζει «λαϊκή οργή» ή «φωνή λαού». Αντιθέτως, οφείλει να διαπαιδαγωγεί τον λαό ότι η «οργή» -ακόμη και η λαϊκή- δεν έχει πολιτικό αποτέλεσμα· φέρνει μόνο την καταστροφή.
Ο ρόλος ενός πολιτικού κόμματος δεν είναι να σχολιάζει ή έστω να δικαιολογεί την πραγματικότητα. Είναι να την αλλάζει. Εκτός αν αυτό το κόμμα είναι συντηρητικό και η μόνη άποψη που έχει για το πώς πρέπει να είναι τα πράγματα είναι η ίδια με εκείνη που -καλώς ή κακώς- διαμορφώθηκε στην κοινωνία. Αυτός είναι ο ορισμός του συντηρητισμού: σωστό είναι αυτό που υπάρχει. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο συντηρητισμός οδηγεί πάντα στην αντίδραση, η οποία είναι το έσχατο μέσο συντήρησης του υπάρχοντος.
Περί ελευθερίας
«…Οποιος γνωρίζει μόνο τη δική του άποψη για ένα θέμα, γνωρίζει ελάχιστα. Ισως διαθέτει ατράνταχτα επιχειρήματα, που δεν μπορεί κανείς να αναιρέσει. Αλλά αν δεν μπορεί κι αυτός να αναιρέσει τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς, αφού δεν γνωρίζει ποια ακριβώς είναι, δεν έχει κανένα λόγο να προτιμήσει οποιαδήποτε από τις διιστάμενες γνώμες… Πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακούσει (τα επιχειρήματα των αντιπάλων) από εκείνους, που όντως τα πιστεύουν, που τα υπερασπίζονται με σοβαρότητα και αγωνίζονται γι’ αυτά. Πρέπει να τα γνωρίσει στην πιο αληθοφανή και πειστική τους μορφή· πρέπει να αισθανθεί σε όλη της την έκταση τη δυσκολία, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει και να εξαλείψει η αληθινή άποψη για το θέμα, γιατί αλλιώς ποτέ δεν θα γνωρίσει πραγματικά εκείνη την πλευρά της αλήθειας που αντιμετωπίζει κι εξαλείφει αυτή τη δυσκολία…»
ΤΖΟΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ ΜΙΛ, Αγγλος φιλόσοφος (1806-1873)
Η σοφιστεία της «συμβολικής βίας»
Στην Ελλάδα δυστυχώς έχουμε ποινικοποιήσει τα πάντα και ίσως γι’ αυτό δεν τιμωρούμε τίποτε. Ετσι, η ελευθερία του λόγου είναι διάτρητη από χιλιάδες νομοθετήματα, ενώ από την άλλη μεριά θεωρούνται ελευθερία του λόγου οι τραμπουκισμοί. Και δεν θεωρούνται μόνο από την παλαβή Αριστερά, που έτσι κι αλλιώς έχει μια ανορθολογική ερμηνεία για τους νόμους. Το γεγονός ότι οι τραμπουκισμοί μένουν ατιμώρητοι σημαίνει ότι υπάρχει γενικότερη συναίνεση, ότι π.χ. το γιαούρτωμα είναι «λόγος».
Γράφαμε και παλαιότερα ότι «συμβολική βία» δεν υπάρχει. Ο όρος είναι κλασικό οξύμωρο. Ο συμβολισμός, όσο ακραίος και αν θεωρηθεί (π.χ. το κάψιμο μιας σημαίας), δεν έχει φυσικά αποτελέσματα στους άλλους. Απλώς μεταδίδει το μήνυμα της απαρέσκειας κάποιου στο εθνικό σύμβολο ή στην έννοια του έθνους.
Αντιθέτως, η βίαιη πράξη –ακόμη και η πλέον ήπια– γίνεται στη σφαίρα του πραγματικού. Το γιαούρτωμα κάποιου, η παρεμπόδιση μιας θεατρικής παράστασης, η κατάληψη ενός δημόσιου χώρου έχουν πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή των άλλων. Παραβιάζουν πραγματικά δικαιώματα και δεν είναι ένας απλός συμβολισμός.
Από την άλλη, το κρέμασμα ενός πανό στην Ακρόπολη είναι μεν παράνομη πράξη –διότι αυτό πιστεύει και νομοθέτησε η πλειοψηφία– αλλά δεν αποτελεί βίαιη πράξη. Η κατάληψη ενός δημόσιου κτιρίου παρεμποδίζει την πρόσβαση κάποιων πολιτών σ’ αυτό και είναι βίαιη πράξη, ασχέτως αν κάποιοι τη βαφτίζουν συμβολική. Εξάλλου, σε ένα δημοκρατικό καθεστώς υπάρχουν εκατομμύρια τρόποι συμβολισμού, που δεν παραβιάζουν τα δικαιώματα των άλλων. Αντιθέτως, σε μια δικτατορία, όπου το δικαίωμα έκφρασης δεν υπάρχει, η κατάληψη ενός κτιρίου είναι αυτοάμυνα στην παραβίαση αυτού και άλλων δικαιωμάτων.
Το θέμα της βίας σε μια κοινωνία είναι μεγάλο και βαθύ και έχει πολλές πτυχές. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έγινε και εξαιρετικά θολό. Υπήρξε μια υπερβολή στον μεταφορικό λόγο, υπερβολή που σιγά σιγά γίνεται πεποίθηση και αυτή η πεποίθηση μετατρέπεται σε δικαιολόγηση και κίνητρο για όλο και πιο βίαιες πράξεις. Η νόμιμη βία της δημοκρατίας εξισώνεται με την παράνομη βία των έκνομων και δικτατόρων, οι συμβολισμοί στροβιλίζονται μαζί με τους προπηλακισμούς, οι καταλήψεις με το δικαίωμα έκφρασης και στο τέλος καταλήγουμε σε ένα εννοιολογικό χυλό, που δυστυχώς έχει όλο και χειρότερα αποτελέσματα.
Διαβάστε
– Τζον Στιούαρτ Μιλ, «Περί ελευθερίας», εκδ. Επίκουρος
– Γιάννης Ζιώγας, Λεωνίδας Καραμπίνης, Γιάννης Σταυρακάκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, «Οψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα», εκδ. Νεφέλη
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 26.2.2012