Το θέμα των εικόνων, αλλά και των προσωπικών δεδομένων, ήταν ένα πεδίο τεράστιας αντιπαράθεσης, το οποίο όμως στην Ελλάδα είχε ένα ειδοποιό, σε σχέση με άλλες χώρες, χαρακτηριστικό. Ποτέ τα μέτωπα δεν ήταν καθορισμένα.
Μέγας καβγάς ξέσπασε πάλι μεταξύ κυβέρνησης και ΣΥΡΙΖΑ για τις εικόνες των καναλιών. Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ρένα Δούρου έψεξε με ερώτησή της την υπόδειξη του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης «να μην προβάλλουν την εικόνα προσώπων ευρισκομένων σε κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης ή ένδειας άνευ ρητής ή σιωπηράς συναινέσεως αυτών». Η βουλευτής σημειώνει στην ερώτησή της ότι «το ΕΣΡ δεν εισηγείται απλώς το “κλείδωμα” της ενημέρωσης. Επιδιώκει τον εξωραϊσμό της, μέσα από την απόκρυψη εικόνων που αποκαλύπτουν τον βαθμό της εξαθλίωσης των πολιτών. Και τούτο μέσα σε ένα πλαίσιο που θέλει η πραγματικότητα να είναι αυτή που προβάλλουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί. Από τη στιγμή λοιπόν που αυτοί δεν προβάλλουν την “άβολη” πραγματικότητα, αυτή παύει να υφίσταται! Πέρα από το αβάσιμο του συλλογισμού αυτού, είναι φανερό ότι το ΕΣΡ επιχειρεί να χειραγωγήσει την τηλεοπτική πληροφόρηση, αλλοιώνοντας το περιεχόμενό της μέσα από αυτή την υπόδειξη περί μη προβολής».
Σωστά όλα αυτά, αλλά σάμπως η σύλληψη κάποιων οροθετικών ιερόδουλων δεν είναι πτυχή της πραγματικότητας; Πώς η μία διαπόμπευση καταδικάζεται και η άλλη καθαγιάζεται; Επειδή η τελευταία βολεύει τις πολιτικές επιδιώξεις της αντιπολίτευσης; Εξάλλου, η υπόδειξη του ΕΣΡ είχε δύο σκέλη: «Υποδεικνύει προς όλους τους τηλεοπτικούς και σταθμούς της χώρας όπως: Μη προβάλουν την εικόνα α) προσώπων ευρισκομένων σε κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης ή ενδείας άνευ ρητής ή σιωπηράς συναινέσεως αυτών και β) προσώπων οδηγουμένων ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών Αρχών άνευ ρητής ή σιωπηράς συναινέσεως αυτών». Γιατί γίνεται ο καβγάς για τα πρόσωπα «ευρισκόμενα σε κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης» και όχι για τα «οδηγούμενα ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών Αρχών»; Τους πρώτους τους δείχνουμε για να αποδείξουμε πόσο κακούργα είναι η «κενωνία» και τους δεύτερους όχι, γιατί τους διαπομπεύουμε;
Το θέμα των εικόνων, αλλά και των προσωπικών δεδομένων, ήταν ένα πεδίο τεράστιας αντιπαράθεσης, το οποίο όμως στην Ελλάδα είχε ένα ειδοποιό, σε σχέση με άλλες χώρες, χαρακτηριστικό. Ποτέ τα μέτωπα δεν ήταν καθορισμένα. Οι υπερασπιστές της άτεγκτης λογοκρισίας σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα γίνονταν σε κάποιες περιστάσεις πολέμιοι της απόκρυψης πληροφοριών και το αντίθετο. Η συμπόνια, η παραβίαση των δεοντολογικών κανόνων εκ μέρους των δημοσιογράφων, η ελευθερία πληροφόρησης, η υποχρέωση του κράτους να δημοσιοποιεί τα πεπραγμένα του κ.λπ. έγιναν αξεδιάλυτο κουβάρι, που δεν βρίσκει άκρη κανείς. Γι’ αυτό κατά καιρούς κάποιοι πιάνουν τη μία άκρη και άλλοτε την άλλη.
Ηταν η εποχή που ο ελληνικός Τύπος είχε για κάθε κατηγορούμενο ένα χαρακτηρισμό. Στους τίτλους και στις λεζάντες των φωτογραφιών κυριαρχούσαν οι λέξεις «Φαντομάς», «αδίστακτος φονιάς», «δράκος», «τέρας», «πα-τέρας» και άλλα τέτοια αηδιαστικά. Οπως συμβαίνει διαχρονικά, ο δημοσιογραφικός κόσμος, διά των ενώσεών του, στάθηκε χαμηλότερα των αναγκών· όχι της κοινωνίας, αλλά του ίδιου του δημοσιογραφικού επαγγέλματος. Πολλές φορές ο «αδίστακτος φονιάς» αποδεικνυόταν αθώος και πέρα από το τραύμα στον αθωωθέντα δημιουργείτο και μία ακόμη τρύπα στη δημοσιογραφική αξιοπιστία. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο χαρακτηρισμός «φονιάς» είναι ψευδής απεικόνιση της πραγματικότητας. Ακόμη και αν κάποιος έχει καταδικαστεί για φόνο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος δικαστικής πλάνης. Συνεπώς, η ακριβής περιγραφή του είναι «καταδικασθείς για φόνο» και όχι «φονιάς».
Τότε πολλοί, ανάμεσά τους και δημοσιογράφοι, απευθύνθηκαν στον μεγάλο πατερούλη να λύσει και αυτό το πρόβλημα, το οποίο αφορούσε τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Αντί οι δημοσιογραφικές ενώσεις να τιμωρούν όσους ψεύδονταν με τους χαρακτηρισμούς «φονιάς», προκρίθηκε το καθεστώς της γενικευμένης λογοκρισίας ή/και απόκρυψης δημόσιας πληροφορίας.
Φυσικά κι αυτός ο νόμος έγινε σουρωτήρι. Ετσι είχαμε το «έπος της 36χρονης» (υπόθεση Ζαχόπουλου) και την ίδια εποχή την προτροπή κυβερνητικών στελεχών «να δούμε τους κρατούμενους με τις χειροπέδες» στην υπόθεση των «κουμπάρων» της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Κατά την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» είδαμε τις φωτογραφίες των κατηγορούμενων (διότι οι Αρχές ζητούσαν πληροφορίες από τους πολίτες για πιθανά άλλα αδικήματα), αλλά δεν είδαμε τις φωτογραφίες των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Πακιστανού μετανάστη παρά την βάσιμη υποψία ότι μπορεί οι τελευταίοι να τέλεσαν και άλλα τέτοια ρατσιστικά αδικήματα, τα οποία φυσικά κανείς δεν θα καταγγείλει αφού τα πρόσωπά τους είναι άγνωστα.
Το πρόβλημα με κάθε είδους λογοκρισία είναι ότι πάντα υπηρετεί αλλότριους των διακηρυγμένων σκοπούς. Συνήθως πολιτικούς: «Απαγόρευσε τη λέξη “γ…” και αυτομάτως έχεις απαγορεύσει τη φράση “γ… την κυβέρνηση», είχε πει ο αθυρόστομος κωμικός Λένι Μπρους. Και αυτό είναι το πρόβλημα κάθε απόπειρας λογοκρισίας. Από τις συμπονετικές προθέσεις του ΕΣΡ παράγεται το λάθος αποτέλεσμα που επισήμανε η κ. Δούρου, η αλλοίωση δηλαδή της πραγματικότητας.
Υπάρχουν τρεις τρόποι ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων: Οι νόμοι, οι δεοντολογικοί κανόνες και οι ηθικοί κανόνες. Στα ζητήματα πληροφόρησης, επειδή οι νόμοι μπορούν και συνήθως προκαλούν μεγαλύτερη ζημία από όφελος (αναγκαστικά οδηγούν σε αλλοίωση της πραγματικότητας, συνήθως προς όφελος των ισχυρών) η ορθή πληροφόρηση επαφίεται στους δεοντολογικούς και ηθικούς κανόνες της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι η πληροφορία πρέπει να διακινείται ελεύθερα, αλλά η παρουσίασή της να υπόκειται στους κανόνες της δημοσιογραφικής κοινότητας (δεοντολογία των δημοσιογράφων) και στους ηθικούς κανόνες της ίδιας της κοινωνίας που απεχθάνεται, π.χ., τον χλευασμό της προσωπικότητας των ανθρώπων.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι τα δύο τελευταία σκέλη ρύθμισης είναι ατροφικά. Ούτε τα δημοσιογραφικά σωματεία επέβαλαν τους κανόνες δεοντολογίας ούτε οι δημοσιογράφοι σεβάστηκαν τα πρόσωπα τα οποία εμφανίζονταν στα άρθρα ή ρεπορτάζ τους. Το αποτέλεσμα ήταν αφενός οι νόμοι λογοκρισίας κι αφετέρου το απόλυτο μπάχαλο: ούτε τα πρόσωπα προστατεύονται, αλλά ούτε η πραγματικότητα απεικονίζεται όπως είναι.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.3.2013