Μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι και το πολιτικό μας σύστημα και η οργανωμένη κοινωνία των πολιτών απαρτίζονται στον μεγαλύτερο βαθμό από δικηγόρους, αλλά αυτό που κατάλαβαν πολύ νωρίς οι τροϊκανοί αδυνατούν να το κατανοήσουν πολλοί συμπατριώτες μας. Οι νόμοι δεν λύνουν όλα τα προβλήματα και ειδικά στην Ελλάδα λύνουν λιγότερα. Ο ρατσισμός, για παράδειγμα, είναι μια κοινωνική ασθένεια. Μπορεί να αποκτήσει πολιτική έκφραση, αλλά δεν αντιμετωπίζεται με απαγόρευσή του. Συνεπώς, εκείνοι που θέλουν να θέσουν εκτός νόμου τη Χρυσή Αυγή, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να θέσουν εκτός νόμου τα σύμβολά της. Ο ρατσισμός της δεν αντιμετωπίζεται με απαγορεύσεις· ξεριζώνεται διά της εκπαίδευσης.
Στη χώρα της διάχυτης ανομίας επιβιώνει και διογκώνεται η νομολαγνεία· ως διαδικασία και όχι ως ουσία. Για κάθε πρόβλημα ανακοινώνεται και μια νομοθετική πρωτοβουλία. Οι νόμοι κατατίθενται, δεν τους συζητάει κανείς, ψηφίζονται εν πολλοίς αδιάβαστοι και στο τέλος μένουμε ενεοί διαπιστώνοντας ότι τα αδικήματα Τύπου είναι αυτόφωρα ή ότι μπορεί να συλληφθεί ένα νέο παιδί επειδή έκανε μια σελίδα στο facebook.
Η νομοθετική διάρροια των προηγούμενων χρόνων μπορεί να μην έλυσε πολλά προβλήματα, απαξίωσε όμως τους νόμους. Είναι φυσικό. Αν διά πάσα νόσο φτιάχνεται κι ένας νόμος, τότε οι νόμοι γίνονται σαν το πληθωριστικό χρήμα. Παύουν να έχουν σημασία ή και ακόμη χειρότερα: χρησιμοποιούνται επιλεκτικά κατά των αδυνάμων. Για παράδειγμα: πολλοί τηλεοπτικοί σταθμοί φιλοξένησαν συνεντεύξεις κατηγορουμένων για διάφορα αδικήματα, ένας δημοσιογράφος στην Πάτρα πλήρωσε (με ποινή φυλάκισης οκτώ μηνών και χρηματικό πρόστιμο 30.000 ευρώ) τη φαεινή ιδέα του κ. Πετσάλνικου να απαγορεύσει τη «διαπόμπευση των κατηγορουμένων», ακόμη και διά της εκούσιας προβολής τους στα ΜΜΕ.
Oταν η ισχύς των νόμων έγινε κενό γράμμα αρχίσαμε να πειράζουμε το Σύνταγμα. Για κάθε παθογένεια του πολιτικού συστήματος φτιάχναμε μια συνταγματική αναθεώρηση. Στη δεκαετία του ’90 δημιουργήθηκε μείζον τηλεοπτικό θέμα με την επαγγελματική δραστηριότητα κάποιων βουλευτών. Το 2001, αυτό το δεοντολογικό πρόβλημα έγινε συνταγματική απαγόρευση (το περιλάλητο «ασυμβίβαστο») για να καταργηθεί πέντε χρόνια μετά με μια ακόμη συνταγματική αναθεώρηση. Το ίδιο έγινε και με τον βασικό μέτοχο. Αντί να καταπολεμηθεί η διαπλοκή με πολιτικά μέσα, διότι είναι πολιτικό πρόβλημα, έγινε μια συνταγματική διάταξη 188 λέξεων μηδενικής αποτελεσματικότητας.
Τα ίδια πρόδρομα φαινόμενα, που οδηγούν σε σπασμωδικές κινήσεις, βλέπουμε τώρα μετά την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Ξορκίζαμε τον ρατσισμό πιστεύοντας ότι τα… ελληνικά γονίδια είναι άνοσα και τώρα κάποιοι θέλουν να τον ξορκίσουν απαγορεύοντάς τον. Το γεγονός ότι κανείς σήμερα δεν έχει πρόταση για την αντιμετώπιση του φαινομένου οφείλεται στο γεγονός ότι το κουκουλώναμε μέσα σε όμορφους μύθους περί έμφυτου ελληνικού αντιρατσισμού. Η απαγόρευση της Χρυσής Αυγής θα είναι η συνέχεια αυτού του κουκουλώματος με άλλα μέσα. Δεν θα ξεριζώσει το πρόβλημα, θα το εκκολάψει για να εμφανιστεί αργότερα πιο απειλητικό. Αυτό που χρειάζεται είναι παιδεία, αλλά αυτή έχει παίδεμα· θέλει φαντασία και δουλειά, κάτι που οι οπαδοί παντός τύπου απαγορεύσεων δεν έχουν συνηθίσει.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 6.12.2012