Oι Ελληνες βρίσκονται ενώπιον ενός ιδιότυπου διχασμού που πιθανώς εμφανίζεται ως αντίφαση στις δημοσκοπήσεις. Η μοναδική θεωρία που έχουν παρουσιάζει το «αγαθόν» του κράτους, ενώ η πραγματικότητα δείχνει την αποτυχία του. Βιώνουν το δεύτερο, αλλά δεν έχουν τα ιδεολογικά εργαλεία να απορρίψουν το πρώτο.
Eίναι πραγματικά παράδοξα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Οι Ελληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία δέχονται την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων και ταυτόχρονα αρνούνται κάθε μεταρρύθμιση που θα τους προταθεί.
Κάποιοι χαρακτηρίζουν τις απαντήσεις αυτές υποκριτικές. Καθείς, λένε, θέλει τις μεταρρυθμίσεις, αλλά χωρίς να ξεβολευτεί αυτός. Θέλει να αλλάξουν οι άλλοι, αλλά όχι ο ίδιος.
Μπορεί να είναι κι έτσι τα πράγματα. Η διπλή γλώσσα είναι μία από τις σταθερές του δημόσιου διαλόγου. Σε όλα τα επίπεδα και όχι μόνο στην οργάνωση της οικονομίας.
Υπάρχει όμως και μια άλλη ανάγνωση που δεν κάνει δίκη προθέσεων. Οι Ελληνες ζουν τα αδιέξοδα του εν Ελλάδι υπαρκτού κρατισμού. Κατανοούν πως το μοντέλο πρέπει να αλλάξει.
Μόνο που δεν τους προτείνεται μια συνεκτική εναλλακτική θεωρία. Ολο το πολιτικό σύστημα δεν προτείνει αξιόπιστα κάτι πέρα από πυροτεχνήματα περί μοντέλων της Εσπερίας. Κι όταν κάποιοι προχωρήσουν σε κάτι περισσότερο στηλιτεύονται, είτε ως «ανάλγητοι» είτε ως «νεοφιλελεύθεροι». Για του λόγου το αληθές υπάρχει το πρόσφατο παράδειγμα του κ. Γιώργου Φλωρίδη…
Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα ελλείμματα της πολιτικής ούτε είναι αποκλειστική ευθύνη των κομμάτων. Συνολικά ο δημόσιος διάλογος είναι χωλός. Υπάρχει μια υπερπροπαγάνδιση του κρατισμού κι ένα εντελώς ατροφικό σκέλος απόψεων υπέρ των ελεύθερων αγορών. Χρόνια τώρα συκοφαντείται κάθε εναλλακτική πρόταση για έξοδο από το τέλμα.
Στη συζήτηση υπάρχουν μόνο τα ψευδοαριστερά στερεότυπα του «καλού» κράτους και της «κακής» αγοράς. Δεν επετράπη να διαμορφωθεί ένας άλλος τρόπος θεώρησης της πραγματικότητας που να αντιπαλέψει με ίσους όρους το (κατά Τόμας Κουν) «κυρίαρχο παράδειγμα». Δεν υπάρχει εναλλακτικό θεωρητικό μοντέλο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κάποιος.
Ετσι οι Ελληνες βρίσκονται ενώπιον ενός ιδιότυπου διχασμού που πιθανώς εμφανίζεται ως αντίφαση στις δημοσκοπήσεις. Η μοναδική θεωρία που έχουν παρουσιάζει το «αγαθόν» του κράτους, ενώ η πραγματικότητα δείχνει την αποτυχία του. Βιώνουν το δεύτερο, αλλά δεν έχουν τα ιδεολογικά εργαλεία να απορρίψουν το πρώτο.
Ετσι καταλήγουμε σε τραγελαφικές καταστάσεις. Οι κυβερνώντες, πρώην και νυν, ξέρουν πως πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά φοβούνται να το πουν μην τυχόν και τους κολλήσει η ρετσινιά του «νεοφιλελευθερισμού».
Η κυβέρνηση Σημίτη, για παράδειγμα, είχε βρει το τέχνασμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βάφτιζε «ευρωπαϊκή επιταγή» οποιοδήποτε μέτρο εξορθολογισμού της ελληνικής κοινωνίας. Η νυν κυβέρνηση ανακάλυψε το ιδεολόγημα της ήπιας προσαρμογής που πολλές φορές οδηγεί σε βηματισμό σημειωτόν.
Χειρότερα: πολλές φορές μιλούν «αριστερά» με την ελπίδα ότι θα μπορέσουν να κυβερνήσουν «δεξιά». Κλασικά παραδείγματα η προεκλογική εκστρατεία της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και ο όψιμος «φιλολαϊκός» λόγος του κ. Γιώργου Παπανδρέου. Η ανακολουθία όμως μεταξύ αντιπολιτευτικού λόγου και κυβερνητικής πρακτικής δημιουργεί την αναξιοπιστία της πολιτικής, η οποία επίσης καταγράφεται με συντριπτικά ποσοστά στα γκάλοπ.
Αυτός ο διχασμός μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογικός για το ΠΑΣΟΚ. Παρά το γεγονός ότι το ιδεολογικά ξεκίνησε ως αντικρατικιστικό σοσιαλιστικό κόμμα (ο περιβόητος «Τρίτος Δρόμος») υπέκυψε νωρίς στη γοητεία του μεγάλου κράτους. Παρήγαγε στελέχη που σιτίζονται από τον κρατικό κορβανά.
Μεγάλο μέρος των κοινωνικών στρωμάτων που το στηρίζουν προσβλέπουν στην ευλογία του κράτους. Ετσι ενώ διαπίστωσε στην πράξη (κατά τη δεύτερη κυβερνητική του θητεία) τα αδιέξοδα του κρατισμού, δύσκολα μπορεί να τον αποτινάξει. Τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορείας.
Από την άλλη πλευρά, η κεντροδεξιά παράταξη πάντα υποτιμούσε τον ιδεολογικό παράγοντα στην πολιτική. Για ιστορικούς λόγους δεν δημιούργησε μια συνεκτική θεωρία, ένα ιδεολογικό μοντέλο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συνολικά. Γι’ αυτό και προεκλογικά ο λόγος της ήταν δανεικός από Αριστερά και μετεκλογικά βρίσκει τέτοιες αντιστάσεις εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, ακόμη και από τη βάση της.
Το «χαμένο μοντέλο» από τον δημόσιο διάλογο δεν βλάπτει σοβαρά μόνο τις δημοσκοπήσεις. Αγκυλώνει συνολικά στην ελληνική κοινωνία, η οποία θέλει μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν ξέρει ποιες πρέπει να είναι αυτές.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 20.4.2006