Η διεκδίκηση του επιδόματος των 176 ευρώ αποκαλύπτει τους παραλογισμούς της Δημόσιας Διοίκησης.
Mια φορά και πριν από τέσσερα χρόνια, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφάσισε να δώσει ένα επίδομα 176 ευρώ σε κάποιες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων που θεωρήθηκαν αδικημένοι στα μισθολογικά του κράτους. Προσοχή! Το επίδομα δεν αντιστοιχούσε σε κάτι απτό και παραγωγικό. Δεν επιβραβεύθηκε π.χ. η αύξηση της παραγωγικότητας, ούτε χρηματοδοτήθηκε κάποιο επιπλέον έργο που αυτοί οι υπάλληλοι φορτώθηκαν. Βασίστηκε σε μια απροσδιόριστη έννοια δικαίου και ισότητας.
Ο στόχος της δικαιοσύνης επιτεύχθηκε, αλλά όπως συμβαίνει σε όλα της εισοδηματικής πολιτικής, η ισορροπία ήταν βραχυχρόνια. Μετά την καθιέρωση του «επιδόματος δικαιοσύνης», αδικημένοι πλέον ένιωσαν οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, εκείνοι που δεν πήραν τα 176 ευρώ. Προσέφυγαν λοιπόν στα δικαστήρια, όπου με μια διαφορετική ανάγνωση του δικαίου, αποφασίστηκε ότι άπαντες δικαιούνται του επιδόματος, και μάλιστα αναδρομικά.
Είναι προφανές ότι οι αδικημένοι της προ του επιδόματος εποχής θα ξεκινήσουν νέους αγώνες ώστε να αρθούν οι μισθολογικές αδικίες που η καθολική καταβολή των 176 ευρώ ξαναδημιούργησε. Κάποια κυβέρνηση θα πιεστεί αρκετά για να τους δώσει «επίδομα δικαιοσύνης», με αποτέλεσμα κάποιοι άλλοι να προσφύγουν στα δικαστήρια κ.ο.κ. Ετσι όλοι οι υπουργοί Οικονομικών του μέλλοντος θα τρέχουν να κλείνουν τρύπες των προϋπολογισμών τους…
Αυτός δεν είναι ολόκληρος ο κύκλος του παραλόγου που ονομάζεται εισοδηματική πολιτική. Υπάρχουν και παράγωγοι παραλογισμοί.
Ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης, για να γλιτώσει τη δικαστική απανταχούσα που του έλαχε, αποφάσισε να δίδει τα αναδρομικά του επιδόματος μόνο σε εκείνους που προσφεύγουν στο δικαστήριο και δικαιώνονται κατ’ αποκοπήν και τελεσίδικα. Εξυπνο μεν, αλλά ελάχιστα παραγωγικό. Η εξέταση κάθε αιτήματος ξεχωριστά δημιουργεί απροσδιόριστο φόρτο και αμέτρητο κόστος στη Δικαιοσύνη. Σημαίνει κατ’ αρχήν ότι δικαστές όλων των βαθμίδων, αντί να δικάζουν εγκληματίες ή να λύνουν σοβαρά ζητήματα, θα ασχολούνται με την επανεκδίκαση μιας τελεσίδικης υπόθεσης. Αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν 300.000 υποψήφιοι δικαιούχοι του επιδόματος και τους πολλαπλασιάσουμε επί τρία (που είναι οι βαθμοί εκδίκασης) είναι σαν η εκτελεστική εξουσία να βάζει σχολική τιμωρία στη δικαστική, να γράψει ένα εκατομμύριο φορές τη φράση «δεν θα ξανακάνω εισοδηματική πολιτική», με πολλές περισσότερες λέξεις.
Αυτό δεν είναι αστείο, είναι κόστος. Και κοινωνικό, και πολιτικό, και οικονομικό. Κοινωνικό, διότι η ενασχόληση των δικαστών με ήσσονος σημασίας και εκδικασμένες υποθέσεις, καθυστερεί την εκδίκαση των σημαντικών και αφήνει κενά στο έργο της Δικαιοσύνης. Οι καθυστερήσεις αυτές εμπεδώνουν την αίσθηση περί μη ύπαρξης κράτους δικαίου στη χώρα. Αυτό συνακόλουθα δημιουργεί πολιτικό κόστος.
Αλλά υπάρχει και αμέτρητο οικονομικό κόστος. Αμέτρητο, διότι δεν έχουμε υπολογίσει πόσο στοιχίζει στο ελληνικό Δημόσιο (σε εργατοώρες, υποδομές, λειτουργικά κόστη κ.λπ.) η εκδίκαση κάθε υπόθεσης. Θεωρητικά, δηλαδή, μπορεί η παραπομπή όλων των υποθέσεων στους τρεις βαθμούς δικαιοσύνης να κοστίσει στον κρατικό κορβανά, περισσότερα από 1,4 εκατ. ευρώ που θα κόστιζε η απευθείας καταβολή των αναδρομικών. Δεν γνωρίζουμε, διότι στην Ελλάδα δεν μετράμε. Θεωρούμε ότι, επειδή οι δημόσιες υπηρεσίες προσφέρονται δωρεάν, έχουν και μηδενικό κόστος παραγωγής. Οτι, από τη στιγμή που υπάρχουν τα δικαστήρια, λειτουργούν σαν το μεσαιωνικό «αέναον». Παράγουν χωρίς τριβή και χωρίς κόστος.
Μόνο που το κόστος είναι υπαρκτό, είτε είναι εμφανές (όπως στην περίπτωση της εφάπαξ καταβολής των αναδρομικών), είτε είναι αφανές (αν αυτά δοθούν τμηματικά με δικαστικές αποφάσεις).
Ο κύκλος του παραλόγου θα σπάσει αν ξεκινήσει ένας εξορθολογισμός της εισοδηματικής πολιτικής στο Δημόσιο. Χρειάζεται κατ’ αρχήν μια απογραφή των διάφορων επιδομάτων που δίδονται. Είναι σίγουρο πως θα γελάσει κάθε πικραμένος από τον κατάλογο που θα εμπεριέχει επιδόματα… γάλακτος και ανθυγιεινής εργασίας, επιδόματα κίνησης (που δίδονται ανεξαρτήτως αν ο υπάλληλος κινείται ή όχι) και άλλα τερπνά. Ολα αυτά πρέπει κάποτε να ενσωματωθούν σε ένα ενιαίο μισθολόγιο το οποίο, παρά το δημοσιονομικό σοκ που θα προκαλέσει, θα βάλει κάποια τάξη στον αχανή παραλογισμό της μισθοδοσίας στο Δημόσιο. Πρέπει, όμως, πρώτα απ’ όλα να δεσμευθούν συνδικαλιστές και πολιτικές ηγεσίες ότι μετά την ενοποίηση δεν θα ξεκινήσει το νέο γαϊτανάκι επιδομάτων για να μη ξαναβρεθούμε στη σημερινή κατάσταση.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 19.4.2006