Σε ότι αφορά το «πόθεν έσχες» όσων διαχειρίζονται εκκλησιαστικό χρήμα, ή διαχειρίζονται δημόσιο χρήμα και ανήκουν στην εκκλησία, έχει επέλθει πλήρης διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους.
Ο υπογράφων -αν και 1. όπως όλοι οι δημοσιογράφοι δεν διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, 2. όπως πολλοί δημοσιογράφοι δεν πληρώνεται καν από τον κρατικό προϋπολογισμό- υποχρεούται κατ’ έτος να συμπληρώνει μια μακροσκελή δήλωση «πόθεν έσχες των περιουσιακών του στοιχείων». Κατά ένα περίεργο τρόπο ο νομοθέτης θεωρεί ότι ακόμη και οι ασκούντες έστω ελάχιστη δημόσια επιρροή οφείλουν να έχουν την φωλιά τους και τον τραπεζικό τους λογαριασμό καθαρούς. Είναι ένα ζήτημα που χρήζει μεγάλης συζήτησης -κάποιοι συγγραφείς για παράδειγμα μπορούν να ασκούν μεγαλύτερη όλων των δημοσιογράφων επιρροή, αλλά δεν υποχρεούνται στη συμπλήρωση «πόθεν έσχες»- αλλά το θέμα μας δεν είναι εκεί.
Υπάρχει μια μεγάλη μερίδα λειτουργών, οι οποίοι πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο, διαχειρίζονται μυθώδη ποσά που αντλούνται από τον δημόσιο χώρο και τον δημόσιο κορβανά, αλλά περιέργως πως και δεν υπόκεινται στο νόμο του κράτους (ως μισθοδοτούμενοι από το Δημόσιο), ούτε καν υπόκεινται σε στοιχειώδεις ελέγχους. Το αποτέλεσμα; Οι καταγγελίες περί υπάρξεως 1 δισεκατομμυρίου δραχμών στους προσωπικούς λογαριασμούς του Μητροπολίτη Αττικής.
Ο λόγος φυσικά περί ιεραρχών και όσων από την εκκλησία διαχειρίζονται τεράστια ποσά ως διοικούντες Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Κατά ένα περίεργο τρόπο -πιθανώς και σιωπηρώς- όλοι εκείνοι οι οποίοι διαχειρίζονται τον οβολό των πιστών, τα χρήματα που το Δημόσιο δίδει για κοινωφελείς ή εκκλησιαστικούς σκοπούς δεν υποβάλλουν δηλώσεις «πόθεν έσχες», όπως πράττουν όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί. Σύμφωνα μάλιστα με γνωμοδότηση του κ. Αναστασίου Μαρίνου (Επίτιμου αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και νυν Νομικού Συμβούλου της Εκκλησίας της Ελλάδος) «τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα τα οποία χαρακτηρίζονται ως νομικά πρόσωπα «δημοσίου δικαίου» (Σ.Σ.: υπογράμμιση και εισαγωγικά στο πρωτότυπο -γιατί άραγε;)δεν εμπίπτουν εις τας εν λόγω διατάξεις και συνεπώς οι διοικηταί και τα λοιπά όργανα αυτών δεν υπέχουν υποχρέωσιν υποβολής δηλώσεων δια την περιουσιακήν τους κατάστασιν…» («Εκκλησία», Επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος, έτος ΠΑ’ Τεύχος 10, Νοέμβριος 2004)
Με άλλα λόγια ο χωρισμός κράτους κι εκκλησίας επετεύχθη, αλλά μόνο σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις όσων διαχειρίζονται το εκκλησιαστικό χρήμα. Διότι σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις (φορολογίες κ.λ.π.) αυτών των νομικών προσώπων «δημοσίου δικαίου» (σε εισαγωγικά όπως αναφέρει ο κ. Μαρίνος) ισχύουν όσα και για το υπόλοιπο δημόσιο.
Δεν είναι η μόνη «ιερά εξαίρεση» με την οποία πολλοί μητροπολίτες ευλογούν τα γένια τους. Σύμφωνα με τον νόμο 3213/2003 «πόθεν έσχες» υποχρεούνται να υποβάλλουν και οι δημοσιογράφοι και οι ιδιοκτήτες των Μέσων μαζικής Ενημέρωσης. Όλοι πλην όσων δηλώνουν περί την εκκλησία. Σύμφωνα με την ίδια γνωμοδότηση του κ. Α. Μαρίνου: «Ζήτημα θα ήτο δυνατόν να γεννηθή όσον αφορά τους διοικούντας ραδιοφωνικούς σταθμούς της εκκλησίας ή τους εκδίδοντας «έντυπα» (Σ.Σ.: υπογράμμιση και εισαγωγικά και πάλι στο πρωτότυπο) εκκλησιαστικούς λειτουργούς. Η άποψή μου όμως είναι ότι ουδέ οι κατηγορίες των εν λόγω εκκλησιαστικών οργάνων εμπίπτουν εις τας προδιαληφθείσας διατάξεις διότι και τα όργαναν αυτά λειτουργούν στο πλαίσιο της «εκκλησιαστικής» (Σ.Σ.: υπογράμμιση και εισαγωγικά και πάλι στο πρωτότυπο) αρμοδιότητας και ουδεμίαν σχέσιν έχουν με τα λοιπά μέσα μαζικής ενημερώσεως και τον τύπον ήτοι φορείς οι οποίοι ασκούν δημοσιογραφίαν επηρρεάζουν». Εδώ δεν γνωμοδοτείται απλώς χωρισμός κράτους-εκκλησίας, έχουμε χωρισμό εκκλησίας με την ελληνική έννομη τάξη στο σύνολό της.
Με άλλα λόγια -και σύμφωνα με την γνωμοδότηση του κ. Μαρίνου- για τους ιεράρχες σε ότι αφορά τις απολαβές από το δημόσιο (φοροαπαλλαγές κ.λ.π.) ισχύει ένα μέτρο. Σε ότι αφορά τις υποχρεώσεις ισχύουν δύο σταθμά.
Το συμπέρασμα του Επίτιμου Αντιπροέδρου του Σ.τ.Ε. (Σ.Σ.: είναι ο ίδιος που γνωμοδότησε ότι η Ιερά Σύνοδος δεν πρέπει να λάβει υπόψιν της τις κασέτες για τον μητροπολίτη Αττικής, και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε σήμερα) είναι ότι τα όργανα διοίκησης της εκκλησίας δεν υποχρεούνται εις υποβολήν δηλώσεως περιουσιακής κατάστασης.
Τα παραπάνω είναι μια έωλος νομικά (κατά την ταπεινή μας άποψη) γνωμοδότηση. Καθείς μπορεί να γνωμοδοτεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο αυτός νομίζει και κρίνεται γι’ αυτό. Το ερώτημα όμως είναι α) την ενστερνίζεται ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και οι άλλοι ιεράρχες;. Όχι λόγω, αλλά έργω. Υποβάλλονται, δηλαδή, δηλώσεις «πόθεν έσχες». Διότι ακόμη κι αν ο νόμος δεν το επέβαλλε εκείνοι που διαχειρίζονται τέτοια μεγάλα ποσά από το κοινωνικό σύνολο θα έπρεπε για λόγους αυτοπροστασίας της τιμής και της υπόληψής τους. Δεν μπορεί να κυκλοφορούν πρωτοσέλιδα περί καταθέσεων και ομολόγων αξίας ενός δισεκατομμυρίου στο όνομα μητροπολίτη και να μην υπάρχει τρόπος ελέγχου. Β) την ενστερνίζεται ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ο οποίος δέχεται τις δηλώσεις «πόθεν έσχες» όσων είναι υπόχρεοι;
«Κάθαρση και διαφάνεια» διακήρυξε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Χθες έγινε το πρώτο βήμα προς την κάθαρση. Για την διαφάνεια όμως χρειάζονται θεσμοί, ή έστω η τήρηση των νόμων του κράτους.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.2.2005