Η υπόθεση Τσιτουρίδη είναι η κορυφή μιας αντίληψης που σέρνεται και κυριαρχεί στα στελέχη και τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτή θεωρεί ότι η πολιτική διαδικασία τέλειωσε στις 7 Μαρτίου και ότι στις 8 ξεκίνησε μια περίοδος γαλάζιας ευημερίας κι ανεμπόδιστης άσκησης εξουσίας. Τουλάχιστον για οκτώ χρόνια.
Ο κ. Σάββας Τσιτουρίδης είναι κατά κοινή ομολογία ένας έντιμος άνθρωπος. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά υπάρχουν άνθρωποι που συνεργάστηκαν μαζί του και το βεβαιώνουν. Τους πιστεύω. Έτσι πρέπει να είναι. Πως έγινε όμως πρωταγωνιστής ενός -του πρώτου- ηθικού σκανδάλου που πλήττει την κυβέρνηση; Πως μπορεί «ο Σάββας, το χρυσό παιδί», καθώς λένε όσοι τον γνώρισαν, να δημιουργεί ένα τεράστιο, μεγαλύτερο του «Σινούκ», πρόβλημα στην κυβέρνηση»;
Παρένθεση: η υπόθεση της μετεγγραφής του υιού Τσιτουρίδη θα πλήξει πολύ περισσότερο την κυβέρνηση από την πτώση του ελικοπτέρου. Μπορεί η δεύτερη να είναι τραγική, μπορεί πολλοί να θρήνησαν τον αδικοχαμένο Πατριάρχη και την ακολουθία του, μπορεί περισσότεροι να κούνησαν αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους για την κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων, αλλά ένα πεσμένο ελικόπτερο δεν είναι παρά ένα τηλεοπτικό γεγονός για το μέσο Έλληνα. Δεν βιώνει την θλίψη που ένιωσαν οι οικείοι όσων χάθηκαν.
Τώρα όμως που χιλιάδες γονείς δέχονται τα τηλέφωνα των εκπατρισθέντων βλαστών τους με αιτήματα της τάξης των οκτακοσίων ή χιλίων ευρώ για το νοίκι και τα έξοδά τους, αυτές οι οικογένειες νιώθουν ότι η μετεγγραφή του υιού Τσιτουριδη τους αφορά άμεσα. Ας μην κρυβόμαστε: χιλιάδες γονείς σήμερα βρίζουν. Την αξιοκρατία, το ελληνικό κράτος, την πρυτανεία του Παντείου Πανεπιστημίου, τη Νέα Δημοκρατία. Κι όχι απαραίτητα μ’ αυτή τη σειρά.
Κλείνει η παρένθεση.
Ας πάμε όμως λίγο βαθύτερα. Η υπόθεση Τσιτουρίδη είναι η κορυφή μιας αντίληψης που σέρνεται και κυριαρχεί στα στελέχη και τα μέλη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτή θεωρεί ότι η πολιτική διαδικασία τέλειωσε στις 7 Μαρτίου και ότι στις 8 ξεκίνησε μια περίοδος γαλάζιας ευημερίας κι ανεμπόδιστης άσκησης εξουσίας. Τουλάχιστον για οκτώ χρόνια. Δεν πιστεύουν ότι ο κόσμος έχει γίνει εξαιρετικά πολύπλοκος, ότι υπάρχει εγγενής αδυναμία να πράξουν όσα έπραξε και όσα φαντάζονται ότι έπραξε το «σύστημα ΠΑΣΟΚ». Το βράδυ της 7ης Μαρτίου πολλοί πίστεψαν απλώς πως «ήρθε η σειρά μας».
Πως αλλιώς μπορεί να γίνει κατανοητό το αίτημα να συμμετάσχει ο Γραμματέας του κόμματος κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης και ο γραμματέας Πολιτικού Σχεδιασμού κ. Νίκος Καραχάλιος στην Κυβερνητική Επιτροπή; Ακόμη και ως αίτημα (που δεν γίνεται αποδεκτό) δίνει επιχειρήματα στην φιλολογία περί απόπειρας κομματικοποίησης του κράτους. Όχι στην απέναντι πολιτικά πλευρά, αλλά στην ελληνική κοινωνία.
Πως αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί ότι κάθε ΝΟΔΕ και κάθε παράρτημα της ΔΑΚΕ έχει αίτημα συναπόφασης σε διάφορα που αφορούν στην κρατική μηχανή; Πως μπορεί να εξηγηθούν τα φαινόμενα που πρόσφατα ζήσαμε στο υπουργείο Παιδείας για την τοποθέτηση των Διευθυντών Εκπαίδευσης;
Στις 8 Μαρτίου κάθε στέλεχος της Ν.Δ. είχε μια διαφορετική εικόνα για το πώς είναι η επανίδρυση του κράτους. Όλες αυτές οι εικόνες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Κάθε στέλεχος της Ν.Δ. φανταζόταν εαυτόν να έχει κάποιο κομμάτι εξουσίας μεγαλύτερο απ’ όσο το πολιτικό, θεσμικό και μιντιακό σύστημα επιτρέπει. Κάπως έτσι πρέπει να γλίστρησε και ο κ. Τσιτουρίδης. Είναι σίγουρο ότι σκέφτηκε (ή κάποιος του ψιθύρισε): «τι σόι υπουργός είσαι, αν δεν μπορείς να μετεγγράψεις τον γιο σου; Ξέρεις τι έκαναν οι ΠΑΣΟΚοι υπουργοί;».
Έτσι ο πρώην υπουργός θεώρησε το κράτος ως βιλαέτι, στο οποίο μπορεί να κινείται ανεμπόδιστα. Και σε ένα βαθμό το έκανε. «Υπουργός είναι» σκέφθηκαν στην πρυτανεία του Πάντειου. Και ενέκριναν τη μετεγγραφή.
Ο κ. Τσιτουρίδης πίστεψε ότι είναι ήσσονος σημασίας η μετεγγραφή ενός φοιτητή. Αντικειμενικά είναι. Μόνο που ο πρώην υπουργός ανήκει σε ένα πολιτικό χώρο ο οποίος έκανε μείζων θέμα και καρπώθηκε εκλογικά τον τζίρο του κ. Νεονάκη στο χρηματιστήριο.
Κάθε στέλεχος της «Νέας Δημοκρατίας» πρέπει να καταλάβει ότι το 2004 δεν είναι 1981. Ούτε καν 2003. Πολλά γαλάζια στελέχη φέρνουν στο νου τους -και μάλιστα ως θετικό παράδειγμα!- την καταστροφική πολιτική που ακολούθησε ο Ανδρέας Παπανδρέου σε πλείστα ζητήματα. Ηθικά και θεσμικά. Πιστεύουν ότι η κυριαρχία επί 20 χρόνια του ΠΑΣΟΚ οφειλόταν σε κόλπα ελέγχου του μηχανισμού του κράτους και σε έξυπνη επικοινωνιακή πολιτική. Ξεχνούν ότι πέρα από τα λαμόγια, στο ΠΑΣΟΚ στρατεύτηκε κι ένας κόσμος που πίστεψε -ναι, λανθασμένα! – σε ένα ιδεολογικό αίτημα αλλαγής της κοινωνίας. Φυσικά δεν ήταν τα λαμόγια που έδωσαν τις νίκες στο κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Υπήρξαν χιλιάδες πολίτες που ήλπισαν ότι το «αύριο» θα είναι καλύτερο από το «σήμερα». Αυτοί έδιναν τις νίκες και όχι οι μπαταχτσήδες που διαφέντευαν τον μηχανισμό.
Εικοσιπέντε χρόνια μετά η κοινωνία ωρίμασε. Υπάρχει μια σιωπηλή πλειοψηφία, αυτός ο μεσαίος χώρος, ο οποίος είναι εξαιρετικά ευαίσθητος. Αυτός δίνει και αφαιρεί νίκες. Βλέπει και κρίνει, αλλά δεν φωνασκεί. Τιμώρησε το ΠΑΣΟΚ, άσχετα αν έτρεφε συμπάθεια στον κ. Σημίτη. Είναι κρίμα να επαναληφθεί η ιστορία με τον κ. Καραμανλή. Ας το καταλάβουμε: Δεν κέρδισε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας της εκλογές. Κάποιοι -πάρα πολλοί- επείσθησαν από τον κ. νυν πρωθυπουργό ότι η Ν.Δ. δεν θα είναι ΠΑΣΟΚ. Και την ψήφισαν…
Αν όμως αυτή η σιωπηλή πλειοψηφία αρχίσει να διακρίνει λογικές τύπου ΠΑΣΟΚ -σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο- τότε τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά δύσκολα για το κυβερνών κόμμα. Πιθανώς και για το πολιτικό σύστημα εν γένει, αφού ο αριστερός ή δεξιός λαϊκισμός καραδοκεί. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε: ο πολιτικός κύκλος σε όλη την Ευρώπη συρρικνώνεται επικίνδυνα. Και σε βάρος των συνετών πολιτικών σχηματισμών…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.9.2004