Η αξιωματική αντιπολίτευση ξεφεύγει από τα φληναφήματα του παρελθόντος και πιθανώς να ανασυγκροτηθεί σε εντελώς νέα βάση. Μπορεί να αποκτήσει προγραμματικό λόγο πολύ πιο σύντομα απ’ ότι υποπτευόμαστε.
Όσοι πέρασαν από τις σχολές των θεωρητικών επιστημών σίγουρα θα θυμούνται την πλήξη που απέπνεαν τα (κακογραμμένα στη συντριπτική τους πλειοψηφία) πανεπιστημιακά συγγράμματα. Φιοριτούρες πολλές κι ελάχιστη ουσία. Αυτό είχε την εξήγηση του: οι θεωρητικές επιστήμες πάσχιζαν πάντα να γίνουν φυσικές επιστήμες, αλλά από την άλλη μεριά τα πανεπιστημιακά εγχειρίδια πληρώνονται από το κράτος με το ζύγι. Ανάλογα με τις σελίδες ήταν και οι αμοιβές. Έτσι χιλιάδες νέων ανθρώπων μίσησαν τον κλάδο που διάλεξαν επειδή αναγκαστικά εντρυφούσαν σε ανοησίες.
Τα συγγράμματα των φοιτητικών μου χρόνων θυμήθηκα, λοιπόν, διαβάζοντας τις 8.910 λέξεις που αράδιασε υπό τον τίτλο «Είκοσι θέσεις για το ΠΑΣΟΚ της νέας εποχής» πολιτικός και πανεπιστημιακός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος.
Σ’ αυτά διαβάζουμε τα προφανή. Π.χ.: «Μια τέτοια προγραμματική πρόταση πρέπει να διασφαλίζει την πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας, με δικαιοσύνη και ασφάλεια, για όλους, να διασφαλίζει, δηλαδή, την δίκαιη κατανομή των ευκαιριών και το δικαίωμα όλων στην ευημερία, μέσα σε μία κοινωνία αλληλεγγύης και συνοχής…» Ή: «Ισχυρή και ανεξάρτητη Ελλάδα είναι η ευρωπαϊκή και αξιόπιστη Ελλάδα που είναι προσηλωμένη στις αρχές της διεθνούς νομιμότητας, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών».
Πιο ενδιαφέροντα όμως από τα προφανή είναι τα μεσοβέζικα. Κι απ’ αυτά βρίθει η βενιζελειάδα των 8.910 λέξεων. Διαβάζουμε για παράδειγμα σχετικά με την ορθοδοξία: «Βασική συνιστώσα της [Σ.Σ.: ελληνικής] ταυτότητας είναι και η Ορθοδοξία, ως ιστορικό και πολιτισμικό κεκτημένο όλου του Ελληνισμού, ανεξάρτητα από την θρησκευτική συνείδηση και συμπεριφορά του καθενός, που διαμορφώνεται ελεύθερα. Η Ορθοδοξία ως ιστορικός και πολιτισμικός πλούτος, ως ανεκτικότητα και μήνυμα αγάπης και καταλαγής είναι συνεπώς ένας εθνικός, πνευματικός και πολιτιστικός πλούτος στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας.» Φυσικά! Υπάρχει κάποιος που να διαφωνεί μ’ αυτό; Το βασικό πολιτικό πρόβλημα όμως σήμερα δεν είναι αν και κατά πόσο η Ορθοδοξία είναι πνευματικός και πολιτιστικός πλούτος. Ούτε αμφισβητείται από κανένα ότι αποτελεί «βασική συνιστώσα της ελληνικής ταυτότητας». Το κυρίαρχο πολιτικό πρόβλημα είναι ο χωρισμός κράτους κι εκκλησίας. Επ’ αυτού ο λαλίστατος πρώην υπουργός δεν λέει τίποτε.
Η τοποθέτηση όμως Βενιζέλου δεν είναι παρά μια πρώτη απόπειρα -επιφανειακή μεν, αλλά πάντως απόπειρα- να δοθούν απαντήσεις στα μεγάλα πολιτικά ζητήματα που ταλανίζουν την σοσιαλδημοκρατία διεθνώς. Περισσότερο όμως ενδιαφέρον από τις πρώιμες απαντήσεις του κ. Βενιζέλου έχουν οι ερωτήσεις. Αν δούμε τα πρώτα κείμενα όπως αυτά εμφανίζονται στο δικτυακό τόπο του ΠΑΣΟΚ θα διακρίνουμε πολλά ερωτηματικά. Η αμηχανία του μετά την 7η Μαρτίου είναι εμφανής. Ταυτόχρονα όμως μπορούμε να διακρίνουμε ότι το ΠΑΣΟΚ αρχίζει να ελέγχει κριτικά την φυσιογνωμία του εκ βάθρων. Τα στελέχη του θέτουν ερωτήματα για το αύριο. Ερωτήματα ουσιαστικά. Πολλά απ’ αυτά, όπως τα διατύπωσε για παράδειγμα ο κ. Χάρης Παμπούκης, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πιθανώς να βάλουν τον εσωκομματικό διάλογο σε γόνιμη τροχιά. Ερωτήματα όπως «Θέλουμε το κοινωνικό μοντέλο; Μήπως είναι ένα ιδεολόγημα (ένα άλλοθι μιας κοινωνίας που κυριαρχείται από την ατομικότητα) ή η επίκλησή του έχει ουσιαστικό περιεχόμενο;», ή «Το κράτος χρειάζεται ιδίως σήμερα την εποχή της ανασφάλειας ως συλλογικός ρυθμιστής και αρωγός; Είναι θέμα μεγέθους [πολύ ή λίγο] ή θέμα ποιότητας; Ποιες λειτουργίες είναι κρατικές και ποιες πρέπει να έχουν δημόσιο χαρακτήρα; Πρέπει και πως είναι δυνατό να οργανωθεί η συνεργασία κράτους και ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την αποτελεσματική υλοποίηση δημόσιων λειτουργιών;» εμπεριέχουν και απαντήσεις. Δείχνουν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση ξεφεύγει από τα φληναφήματα του παρελθόντος και πιθανώς να ανασυγκροτηθεί σε εντελώς νέα βάση. Μπορεί να αποκτήσει προγραμματικό λόγο πολύ πιο σύντομα απ’ ότι υποπτευόμαστε, να συνέλθει ταχύτερα απ’ όσο κάποιοι ποντάρουν. Κι αυτό πρέπει να το προσέξει ιδιαίτερα η Νέα Δημοκρατία που ακόμη ζει την μέθη της νίκης…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 28.7.2004