Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, είτε θέλησε να παραπλανήσει εσκεμμένα τον ελληνικό λαό, είτε δεν ξέρει τι ζητά από τις Αρχές…
Στην Ελλάδα λειτουργούμε με τις μόδες. Και μάλιστα ασπρόμαυρες μόδες. Πριν από λίγο καιρό πολλοί ήταν εκείνοι που έσχιζαν τα ιμάτιά τους για τη «διαπόμπευση των κατηγορουμένων». Φωνασκούσαν για «πολίτες που γίνονται βορά στα ανθρωποφαγικά media».
Φυσιολογικά δεν πρέπει να τους έχει μείνει ρούχο διότι σήμερα σχίζουν τα ιμάτιά τους για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Ζητούν να δοθούν στη δημοσιότητα όλα τα ονόματα εκείνων που παρανόμως δεν στρατεύτηκαν. Συγκυριακή ηθική; Οχι. Μάλλον αβαθής σκέψη με μόνιμη δυσθυμία…
Στην Ελλάδα προστατεύουμε διάφορα πράγματα χωρίς να τα έχουμε αποσαφηνίσει. Με αποτέλεσμα να προστατεύουμε τα πάντα και τίποτε. Το περιβάλλον είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Τα προσωπικά δεδομένα το πιο πρόσφατο. Ετσι υπό την ομπρέλα των προσωπικών δεδομένων ο Ελληνας φορολογούμενος δεν μπορεί να μάθει ποιους δημοσιογράφους πληρώνει, όπως δεν μπορεί να πληροφορηθεί πόσα δίνει για τους μισθούς των στελεχών στον δημόσιο τομέα.
Η αλήθεια είναι ότι το πόσα παίρνει κάποιος είναι σε ένα βαθμό προσωπικό δεδομένο: το μαθαίνει η εφορία, αλλά δεν είναι προς κοινολόγηση. Το πόσα δίνουμε όμως εμείς είναι προς κοινολόγηση. Πρέπει εκείνος που πληρώνει να ξέρει ποιον, πόσο και γιατί τον πληρώνει.
Ετσι λειτουργεί η Δημοκρατία κι έτσι ελέγχονται δημοκρατικά οι αποφάσεις. Οποιες αποφάσεις, ακόμη και οι ποινικές: από τη στιγμή που μια δημόσια αρχή κατηγορεί κάποιον για κάτι ο Δήμος πρέπει να έχει γνώση. Οχι για να ελέγξει αυτόν που κατηγορείται, αλλά για να ελέγξει τον κατήγορο.
Αν δηλαδή λειτουργούσε η ελληνική Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (ΑΠΠΔ) στη Γαλλία του 1898, ο Εμίλ Ζολά δεν θα είχε γράψει ποτέ το «Κατηγορώ». Το πολύ πολύ να υπήρχε ένα μονόστηλο στις γαλλικές εφημερίδες για ένα «αξιωματικό Α. Ντ. Που καταδικάστηκε για κατασκοπεία».
Μια δημοκρατική πολιτεία λοιπόν πρέπει να σέβεται τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών, αλλά πρέπει και να ελέγχονται οι μηχανισμοί της. Οταν συγκρούονται αυτοί οι δύο σκοποί, αναγκαστικά υπερτερεί ο δεύτερος. Οταν η πολιτεία πληρώνει κάποιον οφείλει να πει ότι «πληρώνω τον α΄ τόσα για τόση δουλειά». Το ίδιο ισχύει όταν κατηγορεί κάποιον. Δίνει το όνομα στη δημοσιότητα κι αν γίνει κατάχρηση αυτού του στοιχείου υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί τιμωρίας των παραβατών. Δεοντολογικοί, αστικοί και ποινικοί.
Στην περίπτωση όμως των παρανόμως απαλλαχθέντων από την υποχρέωση της στράτευσης, τα ονόματα των οποίων δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα ύστερα από απαγόρευση της Αρχής, κάποια γκάφα υπάρχει στους χειρισμούς του υπουργείου Εθνικής Αμυνας ή χειρότερα: κάποιον «λάκκο έχει η φάβα».
Δεν είναι μόνο η χθεσινή κατάθεση του προέδρου της Αρχής κ. Δημήτρη Γουργουράκη στην επιτροπή της Βουλής. Είναι και η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την οποία φαίνεται καθαρά ότι το ΥΕΘΑ δεν ζήτησε τη δημοσιοποίηση των ονομάτων όσων κατηγορούνται για κάτι, αλλά όλων όσοι έχει ελέγξει.
Αυτό δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για την αξιοπιστία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, το οποίο είτε θέλησε να παραπλανήσει εσκεμμένα τον ελληνικό λαό είτε δεν ξέρει τι του γίνεται και τι ζητεί από τις ανεξάρτητες αρχές. Και δεν γνωρίζουμε τι είναι το χειρότερο.
Κάναμε πολλάκις, και από αυτή εδώ τη στήλη, σκληρή κριτική στις αποφάσεις της ΑΠΠΔ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως είχε δίκιο στην απαγόρευση: θα ήταν σαν να ζητούσε το υπουργείο Οικονομικών την άδεια να δημοσιοποιήσει τα εισοδήματα και τις φοροαπαλλαγές όλων των φορολογούμενων.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 12.1.2007