H Ιστορία είναι δουλειά των ιστορικών. Δεν είναι δουλειά των πολιτικών. Δεν είναι καν δουλειά των δημοσιογράφων.
Δεν είναι θέμα εκτίμησης, αλλά ιστορικό γεγονός ότι στη Μακεδονία που προέλασε ο διάδοχος Κωνσταντίνος κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους το ελληνικό στοιχείο δεν ήταν παντού πλειονοτικό. Είτε το θέλουμε είτε όχι, έτσι έγιναν όλες οι «απελευθερώσεις» στην Ιστορία. Δεν προηγείτο καμιά απογραφή. Εμπαινε ο στρατός, καταλάμβανε την περιοχή και μετά ακολουθούσαν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που εξηγούσαν στον άρτι «απελευθερωθέντα» πληθυσμό γιατί ήταν προαιωνίως ελληνικός, βουλγαρικός, σερβικός ή σουαχίλι. Και αν κάποιος έφερνε αντίρρηση, η κατήχηση συνεχιζόταν με άλλα μέσα.
Ετσι γίνονταν τότε τα πράγματα, έτσι χτίστηκαν όλα τα κράτη-έθνη, έτσι αναπτύχθηκαν και οι εθνικισμοί στα Βαλκάνια. Δεν γίνονταν δημοψηφίσματα για να αποφασίσει ο πληθυσμός αν θέλει να συμβιώσει, όπως έγινε με το σχέδιο Ανάν, ούτε υπήρχε η σκέψη για προστασία των μειονοτήτων. Γενικώς, όποιος προλάβαινε «απελευθέρωνε». Οι Ελληνες πρόλαβαν τη Θεσσαλονίκη και οι Σέρβοι το Μοναστήρι. Καλώς ή κακώς έτσι γράφτηκε η Ιστορία και αυτή η Ιστορία είναι μία. Οι ιστορικοί μπορεί να διαφωνούν στην ερμηνεία των γεγονότων, συμφωνούν όμως στα γεγονότα καθαυτά. Μπορεί να αναθεωρηθούν πτυχές της Ιστορίας όταν έρθουν νέα στοιχεία στο φως ή μπορεί τα υπάρχοντα στοιχεία να δεθούν σε μια νέα θεωρία. Πιθανώς τώρα που εξελίσσονται οι ασκήσεις επί χάρτου στην Ιστορία, κάποιοι να διαφωνήσουν εκ των υστέρων για την απόφαση του Βενιζέλου να προελάσει ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλονίκη, αντί του Μοναστηρίου όπου ο ελληνόφωνος πληθυσμός ήταν μεγαλύτερος. Αλλά το «τι θα γινόταν αν…» είναι δουλειά άλλων.
Ειδικώς η Ιστορία είναι δουλειά των ιστορικών. Δεν είναι δουλειά των πολιτικών. Δεν είναι καν δουλειά των δημοσιογράφων. Ειδικώς οι τελευταίοι οφείλουν απλώς να τη γνωρίζουν. Συνεπώς οι ερωτήσεις που ετέθησαν στο ντιμπέιτ για τη Ιστορία είναι από άχρηστες έως ανόητες. Δηλαδή, σε τι ακριβώς εκλήθη να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει ο εκπρόσωπος των Οικολόγων κ. Νίκος Χρυσόγελος; Θα ήταν άχρηστο εάν συμφωνούσε με το ιστορικό γεγονός ότι στη Θεσσαλονίκη του 1912 το ελληνικό στοιχείο ήταν -αυτό που λέμε σήμερα- μειονοτικό και θα ήταν ανόητο να διαφωνούσε. Κατ’ αρχήν, σιγά μην περιμέναμε τον κ. Χρυσόγελο να μας πει την πληθυσμιακή σύνθεση της συμπρωτεύουσας στις αρχές του περασμένου αιώνα! Και αν το έλεγε, με ποια ιδιότητα θα το πιστοποιούσε; Ως ειδήμων ιστορικός (που δεν είναι) ή ως εκπρόσωπος μιας σύναξης ανθρώπων που ανησυχούν για το περιβάλλον και συνέπτυξαν ένα κόμμα; Τους ίδιους τους Θεσσαλονικείς -πλην ίσως του νομάρχη τους- θα τους ενδιέφερε περισσότερο τι θα γίνει με τον Θερμαϊκό που ζέχνει, παρά αν οι Οικολόγοι ξέρουν ή δεν ξέρουν Ιστορία ή έστω αν γνωρίζουν την «εθνικώς ορθή Ιστορία».
Οι ερωτήσεις αυτού του τύπου ακολουθούν μια παλιά πεπατημένη. Διάφοροι φορούν την ελληνική σημαία και προελαύνουν με παιάνες εναντίον «εσωτερικών εχθρών». Παλιότερα το έκαναν οι πολιτικοί για να μαζεύουν ψήφους. Τώρα το κάνουν δημοσιογράφοι για να πουλάνε φύλλα. Η πώληση της σημαίας ήταν κάποτε προσοδοφόρο επάγγελμα. Εν μέσω κρίσης όμως είναι από άχρηστο μέχρι επικίνδυνο σπορ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.9.2009