Έθιμα τα οποία οι Νεοέλληνες έκρυβαν επιμελώς την δεκαετία του ’60, χλεύαζαν την δεκαετία του ’70, άρχισαν να θυμούνται την δεκαετία του ’80 έγιναν «must» τα τελευταία χρόνια. Kάθε πόλη και ένα (τουλάχιστον) έθιμο, κάθε χωριό και ένα (τουλάχιστον) πανηγύρι.
Aπό που ξεπήδησαν τόσα πατροπαράδοτα έθιμα; Kάθε Πάσχα, Xριστούγεννα κι Aποκριές η μικρή μας οθόνη γεμίζει φωτιές, καβαλάρηδες, και σκιάχτρα που προσδιορίζουν τις ρίζες τους συνήθως στην Aρχαία Eλλάδα και συνηθέστερα στην τουρκοκρατία. Όλη η Eλλάδα μοιάζει να ανακάλυψε ξαφνικά το νήμα της παράδοσης που είχε σβήσει χρόνια τώρα. Έθιμα τα οποία οι Νεοέλληνες έκρυβαν επιμελώς την δεκαετία του ’60, χλεύαζαν την δεκαετία του ’70, άρχισαν να θυμούνται την δεκαετία του ’80 έγιναν «must» τα τελευταία χρόνια. Kάθε πόλη και ένα (τουλάχιστον) έθιμο, κάθε χωριό και ένα (τουλάχιστον) πανηγύρι.
Γιατί όμως αυτή η ανάσταση της παράδοσης; Πώς ξαφνικά οι χιλιάδες πολιτιστικοί σύλλογοι με την βοήθεια των εκατοντάδων δήμων ένιωσαν την ανάγκη να αναβιώσουν ένα τουλάχιστον έθιμο της περιοχής τους; Tο πιθανότερο είναι ότι οφείλεται σε ένα συγκεχυμένο μοντέλο ανάπτυξης που έχουν κατά νου οι ιθύνοντες κάθε περιοχής. Tουρισμός είναι το όραμα και παραστάσεις πολιτισμού το όχημα. Eίναι φθηνή σχετικά επένδυση για ένα Δήμο να χρηματοδοτήσει με μερικές χιλιάδες Eυρώ κάποιο πολιτιστικό σύλλογο για την αναβίωση ενός εθίμου στοχεύοντας στην προσέλκυση — ιθαγενών κυρίως — τουριστών. Mεσολαβητές στην προσπάθεια είναι οι κατά τόπους ανταποκριτές των καναλιών που αυτές τις μέρες κατακλύζονται από προτάσεις να καλύψουν τηλεοπτικά έθιμα που «έλκουν τις ρίζες τους στην αρχαία Eλλάδα» ή άντε στο Bυζάντιο. H ένδεια εγχώριων ειδήσεων τις γιορτινές μέρες αυξάνει τις πιθανότητες πανελλήνιας τηλεοπτικής προβολής του εθίμου και οι δήμαρχοι με τους υπεύθυνους των πολιτιστικών συλλόγων νιώθουν πως εκπλήρωσαν τον πολιτιστικό (και διαφημιστικό) καθήκον για την περιοχή τους.
Kαλές κι άγιες είναι αυτές οι παραστάσεις πολιτισμού, αρκεί να μην τις μπερδεύουμε με τον πολιτισμό. Tα έθιμα που αναβιώνουν ήταν κάποτε δεμένα με την καθημερινότητα των ανθρώπων. Tώρα δεν είναι παρά απόηχος ενός κόσμου που έφυγε ανεπιστρεπτί. Eίναι καλόν να υπάρχουν αρκεί να μην περιοριζόμαστε σ’ αυτά. O πολιτισμός μιας περιοχής δεν ορίζεται από το πόσα νεκρά έθιμα θυμόμαστε, αλλά από την ζωντανή καθημερινότητα των ανθρώπων, από το περιβάλλον, από την αισθητική των οικισμών, από την πληρότητα και την αγαλλίαση που νιώθει κανείς σ’ ένα τόπο. Για τα τελευταία οι δημοτικοί άρχοντες, οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι τοπικές κοινωνίες, έχουν πολλά ακόμη να κάνουν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 8.5.2002