Το κράτος είναι πολύ μεγάλο για να θεραπεύσει τα πολλά μικρά και διαφορετικά προβλήματα που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό και στο ζήτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης πρέπει να μπούμε σε λογικές αποκέντρωσης.
Εχουν ένα δίκιο όσοι απάντησαν στο σχετικό μας άρθρο περί της ίδρυσης Αγροφυλακής κι επισήμαναν το μπάχαλο που γίνεται στα δημόσια οικονομικά, λόγω της διεύρυνσης της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης («Ο φερετζές της αγροφυλακής», Καθημερινή 22.7.2006). Στη ρητορική ερώτηση «αν κάποιοι αγρότες επωφεληθούν από την ύπαρξη αγροφυλακής γιατί πρέπει να κληθεί ο Αθηναίος, Θεσσαλονικιός, Λαρισαίος να πληρώσει;» πολλοί επιχειρηματολόγησαν ότι οι κάτοικοι των πόλεων πρέπει να χρηματοδοτήσουν την Αγροφυλακή, διότι όλοι οι Ελληνες πληρώνουν τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Δυστυχώς, έχουν μόνο εν μέρει δίκιο. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Σήμερα στην Ελλάδα κανείς δεν ξέρει ποιος πληρώνει ποιον, πόσο και γιατί. Οι κάτοικοι, π.χ., της Αμφισσας πληρώνουν το εισιτήριο των αστικών συγκοινωνιών της Αθήνας. Οι κάτοικοι της Αθήνας τα χρέη των γουναράδων της Καστοριάς (υπήρξαν ρυθμίσεις διά του κρατικού προϋπολογισμού και γι’ αυτά). Οι κάτοικοι της Καστοριάς τα εισιτήρια των (κατά τεκμήριο εχόντων και κατεχόντων) επιβατών της Ολυμπιακής. Οι κάτοικοι του Πειραιά τις ανάγκες των Θεσσαλονικέων να βλέπουν ποδόσφαιρο (ρυθμίστηκαν και χρέη των ΠΑΕ) και οι Θεσσαλονικείς τις ανάγκες των Αθηναίων να πηγαίνουν στο Ηρώδειο. Η έννοια της «κοινωνικής αλληλεγγύης» έχει ξεχειλώσει τόσο πολύ, ώστε όποιος προλαβαίνει, κάτι αρπάζει από τον προϋπολογισμό. Κυρίως εκείνοι που έχουν την πολιτική δύναμη, ή τις πολιτικές διασυνδέσεις.
Μόνο που, υπό τον φερετζέ της «κοινωνικής αλληλεγγύης», κρύβονται πολλές παθογένειες, οι οποίες ταλανίζουν κυρίως τους αδύναμους.
Κατ’ αρχάς, ενισχύεται η διαφθορά. Οταν κανείς δεν ξέρει ποιος πληρώνει τι και γιατί, τα τρωκτικά συγκεντρώνονται. Στο όνομα της «αλληλεγγύης» φτιάχνονται καλά αμειβόμενες επιτροπές για να μοιράσουν «με σωφροσύνη τα χρήματα του ελληνικού λαού». Ετσι, πολλά κονδύλια που ξεκινούν από τον κρατικό προϋπολογισμό για ένα αγαθό σκοπό, χάνονται στη διαδικασία. Η γραφειοκρατία ξέρει να συντηρεί και κυρίως να αμείβει εαυτήν. Υπουργεία, επιτροπές, αποφάσεις, μηχανισμοί ελέγχων κ.λπ. δημιουργούν έναν ιδανικό βιότοπο για να ανθήσει η διαφθορά.
Δεύτερον, ενισχύεται η ρουσφετολογική δραστηριότητα των πολιτικών στελεχών. Οταν ένα σύστημα δαπανών δεν έχει σαφείς στόχους «όποιος προλάβει τον Κύριο (υπουργό) οίδε». Ξέρει κανείς, για παράδειγμα, πώς και με τι κριτήρια μοιράζονται τα χρήματα του ΟΠΑΠ; Γιατί, π.χ., χρηματοδοτείται το κωδωνοστάσιο της Ανω Παναγιάς και όχι ο πολιτιστικός σύλλογος της Κάτω Παναγιάς; Γιατί παλιότερα ρυθμίστηκαν τα χρέη του Αρη και του ΠΑΟΚ και όχι του Ατρόμητου ή του Αναγεννησιακού; Αν μελετήσει κανείς διαχρονικά τις δαπάνες του ΟΠΑΠ ή του υπουργείου Πολιτισμού δεν θα ανακαλύψει πολιτιστικές ανάγκες, διότι αυτές εκ των πραγμάτων δεν ορίζονται. Μπορεί να αποκτήσει, όμως, μια πολύ καλή εικόνα των πολιτικών συσχετισμών κάθε εποχής.
Τρίτον: Μέσα από τα κανάλια της πολιτικής παρέμβασης διαστρέφεται η έννοια της αλληλεγγύης. Σήμερα οι άνεργοι απολαύουν μικρότερης κρατικής αλληλεγγύης από τους εργαζομένους -και το ίδιο ισχύει για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα σε σχέση με τους δημοσίους υπαλλήλους- για τον απλό λόγο ότι οι πρώτοι δεν έχουν τα μέσα να πιέσουν αποτελεσματικά το πολιτικό σύστημα. Το «κλειδί» στην κρατική αρωγή είναι η πολιτική πίεση. Γι’ αυτό φτάσαμε να επιδοτούμε και την επιχειρηματικότητα. Οχι μόνο των αγροτών, αλλά και των γουναράδων και των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών.
Ολα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια της «κοινωνικής αλληλεγγύης». Πρέπει, όμως, να αναδιατυπωθεί και να αναδιαρθρωθεί ο μηχανισμός έκφρασής της.
Κατ’ αρχήν η κοινωνική αλληλεγγύη πρέπει να υπάρχει για ζητήματα υγείας και στοιχειωδών αναγκών των πολιτών. Αν αποφασίσουμε ότι πρέπει διά του κράτους να επιδείξουμε αλληλεγγύη και σε ζητήματα περιουσίας (όπως αναφέρει ένας επιστολογράφος της «Κ»: στην Αμφισσα έχουν κλαπεί ολόκληρες σοδειές αγροτών οι οποίοι ζουν στην Αθήνα!) τότε δικαίως ρυθμίστηκαν τα χρέη των ΠΑΕ. Αν ο Θεσσαλονικιός πρέπει να πληρώσει τη φύλαξη της παραγωγής ενός αγρότη της Αμφισσας (ο οποίος, μάλιστα ζει στην Αθήνα), αποκτά δικαίωμα να χρηματοδοτηθεί για την τοπική του ομάδα. Ετσι, ο φαύλος κύκλος διευρύνεται.
Το κυριότερο είναι ότι πρέπει να αποκεντρωθούν οι μηχανισμοί επιδότησης. Οι τοπικές κοινωνίες ξέρουν καλύτερα τα προβλήματα και οι δράσεις τους θα είναι πολύ πιο στοχευμένες. Για παράδειγμα, τα εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών πρέπει να επιδοτούνται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι δήμοι που έχουν ανάγκη Αγροφυλακής πρέπει να τις δημιουργήσουν. Μια «εθνική αγροφυλακή» πέρα από τις μεγάλες δαπάνες που θα έχει για την κάθετη οργάνωση δεν μπορεί από την Αθήνα να ελέγξει αποτελεσματικά τον εργαζόμενό της στην Αμφισσα ή στο Σουφλί.
Το κράτος είναι πολύ μεγάλο για να θεραπεύσει τα πολλά μικρά και διαφορετικά προβλήματα που υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό και στο ζήτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης πρέπει να μπούμε σε λογικές αποκέντρωσης. Τον δρόμο του συγκεντρωτικού κράτους τον δοκιμάσαμε. Και είδαμε πού φτάσαμε…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.8.2006