Πολλοί πιστεύουν ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι διαπραγματεύσιμο ή έστω πρόβλημα διαπραγματεύσεων.
Η αλήθεια είναι ότι στη δίνη μιας κρίσης πολλές αποφάσεις μπορούν να ληφθούν. Για την ακρίβεια, είναι δισεκατομμύρια τα δυνητικά βήματα που μπορούν να γίνουν. Ενας άλλος κόσμος πάντα είναι εφικτός: Θα μπορούσε να γίνει το α, αλλά θα μπορούσαμε επίσης να κάνουμε το β, ή το β+α, ή το γ, ή το υ+ω+ε κ. ο. κ. Στον κόσμο του δυνητικού υπάρχουν άπειρες επιλογές. Κάποιοι, για παράδειγμα, ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα έπρεπε να κρύψει έστω μερικούς μήνες ακόμη τα στοιχεία να δανειστεί με χαμηλά επιτόκια τα 20 – 30 δισ. που χρειαζόταν και μετά να πει: «Ουπς! Ξέρετε, το έλλειμμά μας δεν είναι 6%, αλλά 14%. Συγγνώμη λάθος…»
Σ’ αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να υπάρξει λογικός αντίλογος. Από τη μια μεριά έχουμε μια αρνητική αλλά πολύ πραγματική εξέλιξη, που είναι η άνοδος των επιτοκίων. Από την άλλη μεριά υπάρχει μια ροζ αλλά πολύ φανταστική εξέλιξη που θεωρεί όλες τις άλλες παραμέτρους της πραγματικότητας σταθερές (ceteris paribus). Δηλαδή, το νέο κόλπο θα έπιανε αν οι Ευρωπαίοι δεν είχαν μυριστεί τίποτε (μιλούσαν από τον Ιούνιο για διψήφιο έλλειμμα), οι δανειστές δεν αναρωτιούνταν γιατί ζητούν αυτοί επιπλέον 20 δισ. αφού το δανειακό πρόγραμμα έχει τελειώσει, οι Financial Times θα κοιτούσαν αλλού κ. λπ. Ενας από αυτούς τους παράγοντες να πήγαινε στραβά, το φανταστικό ροζ σενάριο θα γινόταν πιο μαύρο και από την σημερινή μας κατάσταση.
Αυτό το επιχείρημα είναι ανάλογο της λύσης που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση: 100.000 προσλήψεις στο Δημόσιο. Σε ένα ceteris paribus κόσμο αυτό πραγματικά μειώνει την ανεργία. Τελεία. Στον πραγματικό όμως κόσμο πρέπει να έχεις και τα λεφτά να τους πληρώνεις, οπότε αυξάνει τα ελλείμματα και τα χρέη για να βρεθούμε σε χειρότερο σημείο.
Το δεύτερο επιχείρημα για τους χειρισμούς, που λέει ότι η κυβέρνηση άργησε να πάρει τα μέτρα, είναι σοβαρό και λογικό. Οχι όμως για τους λόγους που κυκλοφορούν στον δημόσιο διάλογο. Η κυβέρνηση δεν άργησε να πάρει τα μέτρα επειδή θα αντιδρούσαν οι αγορές, (αυτές αντέδρασαν ένα μήνα μετά την ανακοίνωση του μεγάλου ελλείμματος 12,7% και μετά τη στάση πληρωμών του Ντουμπάι) αλλά γιατί τα χρειάζεται η ελληνική οικονομία. Ασχετα, δηλαδή, από το τι κάνουν οι αγορές, εμείς έπρεπε ήδη να είχαμε μαζέψει την κατάσταση διότι το μοντέλο ανάπτυξής μας δεν είναι βιώσιμο. Ακόμη κι αν με κάποιον μαγικό τρόπο έπαυαν τον Ιανουάριο να υπάρχουν αγορές και, συνεπώς, έσβηνε ολόκληρο το χρέος μας, εμείς τον Ιούνιο πάλι θα χρεοκοπούσαμε. Απλώς ξοδεύουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε και ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Η ύπαρξη των αγορών απλώς καθυστέρησε χρονικά την χρεοκοπία.
Το γεγονός, όμως, ότι ολόκληρη η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται στους χειρισμούς -αν κάναμε το α ή αν γινόταν το β- είναι ανησυχητικό σημάδι. Σημαίνει ότι το μιντιακό σύστημα συνεχίζει την παλιά του τέχνη, να εξάγει συνολικά συμπεράσματα από ελλιπή δεδομένα (ποιος ξέρει για παράδειγμα τι συζήτησε κεκλεισμένων των θυρών ο κ. Παπανδρέου με την κ. Μέρκελ;).
Χειρότερο όμως κι από αυτό είναι η κυρίαρχη αντίληψη για το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας. Πολλοί πιστεύουν ότι είναι διαπραγματεύσιμο ή έστω πρόβλημα διαπραγματεύσεων. Νομίζουν ότι θα μπορούσαμε να την γλιτώσουμε με κολπάκια και χωρίς να πειράξουμε τον σκληρό πυρήνα του στρεβλού αναπτυξιακού μας μοντέλου. Φαντάζονται, δηλαδή, ότι εμείς θα μπορούμε να διορίζουμε 100.000 δημοσίους υπαλλήλους στην πενταετία και να στέλνουμε κάπου αλλού -πιθανώς εκτός γαλαξία- τον λογαριασμό. Αυτή η αντίληψη δεν είναι απλώς λάθος. Είναι αυτή που μας έφερε ώς εδώ.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 2.5.2010