Η χώρα έχει δομικό πρόβλημα ανεργίας που χρόνια τώρα το κρύβουμε επιμελώς κάτω από χιλιάδες διορισμούς στο δημόσιο.
Η «γαλάζια πικρή ιστορία» που δημοσίευσε χθες στη στήλη «Γράμματα στην Εξουσία» (Απογευματινή 17.6.2004) ο καλός συνάδελφος κ. Μανόλης Κοττάκης. μπορεί να είναι πικρή, αλλά δεν είναι γαλάζια. Γίνεται παντού: σε όλους τους πολιτικούς χώρους. Τη βιώνουν όλοι όσοι έχουν δημόσιο αξίωμα. Είτε στην κεντρική πολιτική σκηνή είτε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Πριν περίπου είκοσι χρόνια ο πρώην δήμαρχος Κοζάνης κ. Γιάννης Παγούνης είχε ένα αντίστοιχο αίτημα από μια μητέρα για τον απόφοιτο γυμνασίου κανακάρη της. «Μια δουλειά για το παιδί, κι ότι να ‘ναι», εκλιπάρησε η μητέρα. Ο δήμαρχος ικανοποίησε το αίτημά της. Προσέλαβε τον υιό στην υπηρεσία καθαριότητας. Δυο μέρες μετά η μητέρα μετά του υιού ήταν πάλι στο γραφείο του. «Νύχτα δεν μπορεί να δουλεύει το παιδί. Αρρωσταίνει». Ο δήμαρχος μετέθεσε τον κανακάρη στην υπηρεσία τεχνικών έργων. Δύο μέρες μετά το ίδιο σκηνικό στο γραφείο του Δημάρχου: «Το παιδί κουράζεται πολύ σκάβοντας, δεν υπάρχει κάτι άλλο;». Βράζοντας εντός του ο Δήμαρχος μετέθεσε τον κανακάρη στην υπηρεσία καλλωπισμού των πάρκων. Δύο μέρες μετά: «Πονάει η μέση του παιδιού σκύβοντας να φυτεύει τα λουλούδια. Τίποτε πιο ξεκούραστο δεν υπάρχει;»
Εκεί ο δήμαρχος εξερράγη. Σηκώθηκε από το γραφείο του κι έδειξε την καρέκλα του. «Ορίστε, κυρία μου. Ας καθίσει εδώ. Η δουλειά του Δημάρχου του κάνει;»
Κάθε πολιτικός που είχε δημόσιο αξίωμα θα έχει πολλές τέτοιες ιστορίες να διηγηθεί. Σπαραξικάρδιες εκκλήσεις «για μια δουλειά, ότι να είναι…» και μετά απόρριψη με το αιτιολογικό «έχει θόρυβο, έχει ζέστη, έχει κούραση…», όπως ακριβώς αντέδρασε και ο «γαλάζιος πατέρας» στον υπουργό όταν ο τελευταίος «βόλεψε» τον κανακάρη στα εκδοτήρια του Προαστιακού Σιδηροδρόμου.
Υπάρχει μια τεράστια αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας. Δεν μπορεί σε μια χώρα που εισρέουν οικονομικοί μετανάστες και βρίσκουν δουλειά, να μην μπορούν οι γηγενείς. Οι εργασίες που προσφέρονται απέχουν μακράν των προσδοκιών όσων ψάχνουν για δουλειά. Κατ’ αρχήν, για πολλούς Έλληνες άνεργος λογίζεται όποιος δεν κατάφερε να τρυπώσει στο δημόσιο. Και μάλιστα σε ξεκούραστο γραφείο του Δημοσίου. Κατά δεύτερον η Παιδεία μας παράγει ανά έτος χιλιάδες ειδικευμένους σε διάφορα αντικείμενα εργασίας για τους οποίους απλώς δεν υπάρχουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Θεολόγοι, φιλόλογοι, διεθνολόγοι κ.λ.π. συνωστίζονται στην ανεργία ακριβώς επειδή το αντικείμενο των σπουδών τους απέχει μακράν των σύγχρονων αναγκών της κοινωνίας.
Η χώρα έχει δομικό πρόβλημα ανεργίας που χρόνια τώρα το κρύβουμε επιμελώς κάτω από χιλιάδες διορισμούς στο δημόσιο. Το χειρότερο δεν είναι ότι το δημόσιο αποκρύπτει το βαθύ πρόβλημα της ανεργίας με την δημιουργία όλο και περισσότερων αντιπαραγωγικών θέσεων. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η λειτουργία φτιάχνει κοινωνικές ανάγκες για την δημιουργία περισσότερων τέτοιων αντιπαραγωγικών θέσεων. Το «βόλεμα» δημιουργεί κοινωνικά πρότυπα που γίνονται κοινωνικές πιέσεις. Οι κοινωνικές πιέσεις γίνονται περισσότερες αντιπαραγωγικές θέσεις και τελικά ο φαύλος κύκλος πνίγει την οικονομία. Κάθε νέος, κάθε γονιός είναι πεπεισμένος ότι το κράτος οφείλει να του βρει την θέση εργασίας που ονειρεύεται. Αν τα όνειρά του δεν γίνουν πραγματικότητα κατ’ αρχήν στρέφεται κατά του κυβερνώντος κόμματος. Κατόπιν όταν και οι επόμενοι θα τον απογοητεύσουν στρέφεται κατά του συστήματος: ψηφίζει αντισυστημικά ακροδεξιά ή ακροαριστερά κόμματα. Η προσδοκία του κράτους-μπαμπά δημιουργεί έδαφος για αμφισβήτηση αυτής καθ’ αυτής της Δημοκρατίας.
Οι πολίτες πρέπει να καταλάβουν ότι οι πολιτικοί δεν δύνανται να παράγουν καλές θέσεις εργασίας. Μόνο η αγορά και οι επιχειρήσεις μπορούν. Και αυτό πρέπει οι ίδιοι οι πολιτικοί να τους το εξηγήσουν. Δυστυχώς οι τελευταίοι κοιτώντας τα μικροκομματικά τους οφέλη δεν τολμούν. Για να βρεθούν τελικά αντιμέτωποι με την αμφισβήτηση του ρόλου τους συνολικά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 18.6.2004