Ας μην σηκώσει ο Οδυσσέας την σημαία, άσχετα αν είναι ομόγλωσσος, ομόθρησκος και μετέχει της ελληνικής παιδείας. Πρέπει, όμως, να του επιτρέψουμε να παρελάσει γενικώς;
Ας αρχίσω με μια προσωπική εξομολόγηση: Δεν υπήρξα ποτέ σημαιοφόρος και δεν μπορώ να καταλάβω τον καημό του Οδυσσέα Τσενάι να παρελάσει κρατώντας περήφανος την ελληνική σημαία. Υπήρξε όμως σημαιοφόρος ένας πρωτοξάδελφος -το καμάρι της μικρής κοινότητας των εκ Σαμαρίνας καταγόμενων Κοζανιτών- ο οποίος πρόκοψε κι έγινε καθηγητής γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Βλάχος στην καταγωγή, όπως όλοι μας, περήφανος και λάτρης κάθε έκφρασης του ελληνισμού φαντάζομαι πως καμάρωνε κάθε φορά που τιμήθηκε για τους κόπους του. Σε αντίθεση με τα ξαδέλφια του που τριγύριζαν στις αλάνες.
Στην μικρή όμως κι έντονα τοπικιστική κοινωνία της Κοζάνης κάθε φορά που ένας Βλάχος σήκωνε τη σημαία δημιουργούσε σούσουρο. «Ο παλιόβλαχος, έγινε σημαιοφόρος», ήταν το σχόλιο που στη γειτονιά ψιθυριζόταν και είμαι σίγουρος πως αν μπορούσαν κάποιοι θα τον απέκλειαν από αυτή την τιμητική διάκριση. Πιθανώς για λόγους καταγωγής, αλλά αν είχαν πάτημα και για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ο φθόνος είναι πραγματική συνιστώσα της μικροϊστορίας κάθε τόπου.
Η συζήτηση για τον Οδυσσέα Τσενάι και για το δικαίωμά του να επιβραβευτεί για τους κόπους του κρατώντας την ελληνική σημαία στην παρέλαση γίνεται επί ματαίω. Ο ορισμός της εθνικότητας δεν είναι ακριβής επιστήμη. Συνεπώς, το ποιος δικαιούται να θεωρείται Έλλην, δεν έχει να κάνει με κάποιο αντικειμενικό κριτήριο αλλά με τις διαθέσεις του καθενός. Κάποιοι ισχυρίζονται πως είναι όλοι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας. Δίκιο έχουν. Κάποιοι άλλοι θέλουν να υπάρχει και το τεκμήριο της καταγωγής. Κι αυτοί δίκιο έχουν. Κάποιοι άλλοι θέλουν το όμαιμο, ομόθρησκο και ομόγλωσσο. Και αυτοί δίκιο έχουν, άσχετα αν αποκλείονται οι μισοί κάτοικοι αυτής της χώρας, οι μισοί ήρωες της επανάστασης του 1821 και οι μισοί αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα. Η συζήτηση περί εθνικότητας δεν έχει καμία πραγματική βάση. Χρησιμοποιείται κατά βούληση. Κυρίως για ποταπούς λόγους, όπως είναι ο αποκλεισμός κάποιων συνανθρώπων μας από το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ας μην σηκώσει ο Οδυσσέας την σημαία, άσχετα αν είναι ομόγλωσσος, ομόθρησκος και μετέχει της ελληνικής παιδείας. (Για το όμαιμο τίποτε δεν μπορεί να αποδειχθεί. Μπορεί να είναι μακρινός απόγονος του Οδυσσέα Ανδρούτσου ή του Αλή Πασά). Το ερώτημα που μπαίνει κατόπιν είναι ένα: πρέπει να του επιτρέψουμε να παρελάσει γενικώς; Με την ίδια λογική που αποκλείεται από την τιμητική θέση του σημαιοφόρου, πρέπει να αποκλειστεί κι από την παρέλαση. Αφού, σύμφωνα με τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας, η παρέλαση γίνεται από «ελληνόπουλα» για τα «ελληνόπουλα» (ο όρος σε εισαγωγικά διότι δεν υπάρχει ακριβής ορισμός), πρέπει να τον αποκλείσουν μέχρι και από την παρακολούθηση της παρέλασης.
Φυσικά και δεν υπονοώ κάτι τέτοιο. Απλώς πρέπει να φανεί ο παραλογισμός του διαλόγου που ξεκίνησε. Η μόνη πραγματική παράμετρος αυτής της συζήτησης είναι μια πληγή. Η πίκρα του μικρού Οδυσσέα, ο οποίος πασχίζει και παρά τις αντίξοες συνθήκες, τα καταφέρνει μια χαρά. Δείχνει δε, μια αξιοθαύμαστη ωριμότητα αποποιούμενος την θέση του σημαιοφόρου. Θα ‘θελα λοιπόν να του πω από καρδιάς ένα μεγάλο μπράβο και να του υπενθυμίσω τον λόγο του Ιησού: Οδυσσέα, «άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι…»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.10.2003