Mια προσέγγιση τύπου Kιότο στο πρόβλημα της ηχορρύπανσης στον κεντρικό πεζόδρομο της Kοζάνης.
Ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια της Κοζάνης είναι ο πεζόδρομος, που αντικατέστησε την παραδοσιακή «βόλτα» της πόλης. Προσεγμένα μαγαζιά, φωτισμός όσος χρειάζεται για να νιώθει κάποιος ότι βρίσκεται σε όαση της μπετόν ασχήμιας της πόλης. Αποκλειστικό δημιούργημα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και με την αρωγή του Δήμου, μια γενιά νέων επιχειρηματιών άλλαξε τον τρόπο που διασκεδάζουμε. Δεν είναι λίγο. Μέσα σε 15 χρόνια αυτοί οι άνθρωποι άλλαξαν παραδόσεις αιώνων: κατήργησαν (ή μήπως μετέφεραν κατά ένα τετράγωνο;) την «βόλτα». Επένδυσαν επιτυχώς σε ένα βιώσιμο κλάδο, έφτιαξαν μια όμορφη γωνιά στην πόλη. Καμία κρατική ή δημοτική απόφαση δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Η ιδιωτική πρωτοβουλία τα κατάφερε και ευτυχώς η δημοτική αρχή είχε την διορατικότητα να δει πως κάτι γίνεται εκεί και στήριξε ή έστω δεν έφερε προσκόμματα στο εγχείρημα.
Αυτά είναι τα θετικά. Μια βραδιά σ’ αυτόν τον πεζόδρομο αναδεικνύει όλες τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Ας δούμε το βράδυ της Πέμπτης 31 Ιουνίου 2001:
9.00 μ.μ. Περνάει ο δήμαρχος της πόλης. Σκοντάφτει σε κάποιες καρέκλες, χαμογελά στους θαμώνες και κατευθύνεται στο Κοβεντάρειο για δημοτικό συμβούλιο.
9.15 μ.μ. Τα ντεσιμπέλ, μαγαζί – μαγαζί ανεβαίνουν.
10.00 μ.μ. Όλος ο πεζόδρομος είναι μια υπαίθρια ντίσκο με συγκεχυμένους ήχους. Ραπ αριστερά, techno δεξιά, σκληρό ροκ παραπέρα. Κανείς δεν μπορεί να ακούσει κάτι συγκεκριμένο. Ο ανταγωνισμός εδώ παράγει χειρότερα προϊόντα.
11.00 μ.μ. Τα ντεσιμπέλ σπάνε ρεκόρ όχι μόνο της βραδιάς αλλά της δεκαετίας. Κατ’ έτος το όριο της ηχορρύπανσης ανεβαίνει de facto. Τώρα επιτροπή του Δήμου μελετά το θέμα ώστε σε επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου να γίνει και de jure.
11.15 μ.μ. Ανεβαίνει το έργο «Θορυβοποιοί και αστυνόμοι». Πιστή στο ραντεβού της η περίπολος της ΕΛΑΣ τάχα ελέγχει, οι DJ των μαγαζιών τάχα νομιμοφρονούν και οι περίοικοι τάχα κοιμούνται.
12.00 π.μ. Το γλέντι συνεχίζεται ακάθεκτο και εξαιρετικά θορυβώδες.
Όλα καλά κι όμορφα είναι, μόνο που υπάρχουν και οι … ενοχλητικοί περίοικοι. Οι οποίοι όπως είναι φυσικό ζητούν το δίκιο και τον ύπνο τους.
Η επιτροπή που συνέστησε ο δήμος έχει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα στα χέρια της.
Από την μια υπάρχει μια ανθηρή οικονομική δραστηριότητα, από την οποία όλοι βγαίνουμε ωφελημένοι (κακά τα ψέματα: κι ο δήμος έχει περισσότερα έσοδα από τέλη, φόρους κ.λ.π. Υπάρχει στην πόλη και μια καλή εστία ψυχαγωγίας και μάλιστα πολύ καθαρή. Αν εξαιρέσουμε το αλκοόλ που ρέει παρανόμως άφθονο σε εφηβικά χείλη, άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες δεν πολυκυκλοφορούν – σε αντίθεση με άλλες πόλεις, με άλλους τόπους συγκέντρωσης τόσων επιχειρήσεων ψυχαγωγίας. Βολεύει την τοπική κοινωνία και περισσότερο τους γονείς να υπάρχει μια περιοχή διασκέδασης την οποία οι ίδιοι οι μαγαζάτορες αστυνομεύουν).
Από την άλλη υπάρχουν οι περίοικοι, των οποίων η ησυχία έχει πάει περίπατο και η περιουσία τους απαξιώνεται. Ποιος θα αγοράσει, για παράδειγμα, ένα διαμέρισμα στην θορυβώδη αυτή περιοχή;
Στην ουσία το ζήτημα είναι ένα κλασικό οικονομικό πρόβλημα εξωτερίκευσης αρνητικής οικονομικής δράσης. Όπως η ΔΕΗ ρυπαίνει, κοινωνικοποιεί δηλαδή τα αρνητικά της οικονομικής της δραστηριότητας, έτσι και τα μαγαζιά στον πεζόδρομο μοιράζουν στους περίοικους τα αρνητικά της δικής τους οικονομικής δραστηριότητας.
Μέχρι σήμερα η προσέγγιση σε κάθε τέτοιο πρόβλημα ήταν κανονιστική. Οι ασκούντες εξουσία (κράτος) όριζαν, εν πολλοίς αυθαίρετα, τα επίπεδα ανεκτής ρύπανσης τα οποία οι οικονομικές μονάδες δεν πρέπει να ξεπερνούν. Το σύστημα δεν δούλεψε επαρκώς γιατί οι γραφειοκρατίες σε όλο τον κόσμο έχουν κοινά χαρακτηριστικά με κυριότερο την αναποτελεσματικότητα τους. Από την άλλη υπάρχει και το ζήτημα ότι κάθε περιβαλλοντική νομοθεσία έχει κόστος και επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα. Η παταγώδης αποτυχία του κανονιστικού μοντέλου έγινε ορατή στις πρώην ανατολικές χώρες οι οποίες είχαν την αυστηρότερη νομοθεσία, τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή και μηδαμινή παραγωγικότητα.
Στη δεκαετία του 1960 όμως προτάθηκε μια διαφορετική προσέγγιση από την Νομική σχολή του πανεπιστημίου του Σικάγο. Με πρώτο τον Ronald H. Coase (βραβείο Νόμπελ 1991), που δημοσίευσε την κλασική πλέον μελέτη «Το πρόβλημα του κοινωνικού κόστους», οι νεοφιλελεύθεροι στοχαστές του Σικάγο, πρότειναν σαφή και αυστηρή οριοθέτηση περιουσιακών δικαιωμάτων, τα οποία μπορούν να συναλλάσσονται. Το περιβάλλον, για παράδειγμα, στο Νομό είναι κοινό περιουσιακό στοιχείο των κατοίκων του. Αν οι τελευταίοι αποφασίσουν ότι μια ρυπογόνα δραστηριότητα, όπως είναι της ΔΕΗ, χρειάζεται, τότε η ΔΕΗ πρέπει να πληρώσει για την χρήση του περιβάλλοντος (όχι Τοπικό Πόρο Ανάπτυξης που είναι αποζημίωση για τον λιγνίτη που παίρνει, αλλά δικαίωμα ρύπανσης. Πόσο; Όσο το κόστος απορρύπανσης). Σ’ αυτή τη θεωρία (που πολύ αδρά σκιαγραφήθηκε παραπάνω) βασίστηκε και η περίφημη συμφωνία του Κιότο, η οποία (πάλι πολύ χοντρικά) λέει ότι οι πλούσιες χώρες κάνουν μεγαλύτερη χρήση του κοινού μας περιουσιακού στοιχείου (περιβάλλον) άρα πρέπει να πληρώσουν δικαιώματα ρύπανσης στις φτωχές χώρες οι οποίες φυσικά δεν ρυπαίνουν (υποσημείωση: όταν προτάθηκε η συμφωνία του Κιότο, ελεεινολογούσαμε τους Αμερικανούς γιατί την εμπνεύσθηκαν. Τώρα ελεεινολογούμε τον Τζορτζ Μπους γιατί … δεν την υπογράφει).
Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να συζητηθεί και για το πρόβλημα που υπάρχει στον πεζόδρομο. Υπάρχει μια ανθηρή οικονομική δραστηριότητα. Μας βολεύει όλους, μόνο που το κόστος των εξωτερικεύσεων (externalities, όπως ονομάζονται στην οικονομική επιστήμη) το πληρώνουν λίγοι, οι περίοικοι. Πως και πόσο μπορούν να αποζημιωθούν; Εδώ μπαίνει ο μηχανισμός της αγοράς. Διαπραγματεύσεις, με βάση (πιθανώς) την εργατοώρα. Τις ώρες της ηχορρύπανσης κανείς από τους περίοικους δεν μπορεί να κάνει τίποτε, πέρα από το να προσεύχεται να … σταματήσει ο θόρυβος. Αν δούλευε εκείνες τις ώρες πόσο θα αποζημιωνόταν; Έτσι λοιπόν δημιουργείται ένα οικονομικό αντικίνητρο ηχορρύπανσης, ελαχιστοποιείται το κόστος της αστυνόμευσης και ικανοποιείται έστω σε ένα ποσοστό το αίσθημα δικαίου. Οποιαδήποτε άλλη λύση δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια βιώσιμη. Εφόσον υπάρχει οικονομικό κίνητρο ηχορρύπανσης, που δεν αντισταθμίζεται από αντικίνητρο, εμείς θα περνάμε καλά και οι περίοικοι θα πληρώνουν το κόστος.
Φυσικά, τα παραπάνω είναι προσέγγιση σε πολύ χοντρικές γραμμές. Χρειάζονται πολλά ακόνη να συζητηθούν και να διευκρινιστούν. Το πρόβλημα στον Κοζανίτικο πεζόδρομο δεν να είναι παγκόσμια μοναδικότητα. Υπάρχουν προηγούμενα που καλά θα ήταν να ληφθούν υπόψιν…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γραμμή» τον Iούνιο του 2001