Με ή χωρίς λοιπόν την απογραφή η ελληνική οικονομία έχει διαρθρωτικά προβλήματα. Δεν παράγει, όσα θέλει να καταναλώσει κι αυτό φαίνεται από τις στατιστικές: 20% των Ελλήνων δηλώνουν ότι βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Ωραία! Ας υποθέσουμε ότι η απογραφή δεν έπρεπε να γίνει. Ή τουλάχιστον δεν έπρεπε να γίνει όπως έγινε. Αυτό τι σημαίνει; Ότι η οικονομία μας είναι θαλερή; Ή ότι ήταν ισχυρή; Φυσικά όχι, γιατί πέρα από τους δημοσιονομικούς λογαριασμούς, υπάρχουν και οι άλλοι εκείνοι που μετρούν ην πραγματική οικονομία, δηλαδή τι παράγει, τι επενδύει και τι καταναλώνει.
Εκείνοι οι αριθμοί λοιπόν, οι οποίοι σημειωτέον δεν αμφισβητούνται ούτε από την προηγούμενη κυβέρνηση, έδειχναν συνεχώς μειούμενη την παραγωγικότητα της οικονομίας, μας έφερναν πάτο στις ξένες επενδύσεις, έφερναν τα εισοδήματα στο 70% του κοινοτικού μέσου όρου κι άλλα εξόχως θλιβερά.
Με ή χωρίς λοιπόν την απογραφή η ελληνική οικονομία έχει διαρθρωτικά προβλήματα. Δεν παράγει, όσα θέλει να καταναλώσει κι αυτό φαίνεται από τις στατιστικές: 20% των Ελλήνων δηλώνουν ότι βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας. Ο καυγάς λοιπόν για την απογραφή αφορά το πάπλωμα των δημοσιονομικών μεγεθών. Η ουσία είναι άλλη: κάθε Έλληνας πρέπει να δουλέψει δωρεάν πάνω από ένα χρόνο για να αποπληρώσει το δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος. Τώρα αν είναι ένας χρόνος και δέκα μέρες, ή αν είναι ένας χρόνος και δυο βδομάδες να το συζητήσουμε και να το μετρήσουμε. Αρκεί να μην εγκλωβιστούμε στη συζήτηση για τις μέρες και ξεχάσουμε τον ολόκληρο χρόνο που προηγείται. Μη φερθούμε σα το στρατιώτη-ανιχνευτή ο οποίος, κατά το παλιό ανέκδοτο, έδωσε αναφορά στον λοχαγό του: «Κύριε λοχαγέ, έρχονται 502 στρατιώτες του εχθρού». «Πως τους μέτρησες, βρε θηρίο;» ρωτά έκπληκτος ο λοχαγός. «Ήταν δυο μπροστά και καμιά πεντακοσαριά από πίσω».
Έτσι λοιπόν ενώ όλοι μας ασχολούμαστε με τους δύο μπροστά, οι «καμιά πεντακοσαριά από πίσω» είναι όλα αυτά που αναγράφονται στην «έκθεση Βιλμ Κόξ» η οποία δόθηκε πριν μερικές μέρες στη δημοσιότητα.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις επιδόσεις της Ελλάδας στην επίτευξη των στόχων της Λισσαβόνας, προκύπτει από την έκθεση ότι το ελληνικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) έφτασε το 2003 στο 73% του μέσου κοινοτικού στην ΕΕ των «15». Την τελευταία θέση στην κατάταξη των «15» κατέχει η Πορτογαλία με 68,3%, ενώ ο μέσος όρος των «25» ήταν 91,2%. Από το 1999 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,9%, ενώ στους «25» η αύξηση ήταν 1,5% και στους «15» 1,4%.
Σύμφωνα με την έκθεση, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα έφτασε το 2003 στο 90,3% του μέσου κοινοτικού στην Ε.Ε. των «15», ενώ στους «25» ανήλθε στο 93,1%. Από το 1999 η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παρουσίασε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,9%, ενώ στους «15» η αύξηση ήταν 0,7% και στους «25» 1%.
Το 2003 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα έφτασε το 57,8% έναντι 62,9% για τους «25» και 64,4% για τους «15». Υπενθυμίζεται ότι ο στόχος που έχει τεθεί από τη Στρατηγική της Λισσαβόνας για την Ε.Ε. είναι 67% για το 2005 και 70% για το 2010. Στην Ελλάδα το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών έφτασε πέρυσι το 43,8% έναντι 55,1% για τους «25» και 56% για τους «15». Υπενθυμίζεται ότι οι στόχοι της Λισσαβόνας κάνουν λόγο για απασχόληση 57% το 2005 και 60% το 2010 στην Ε.Ε. Παράλληλα, το ποσοστό απασχόλησης των ηλικιωμένων στην Ελλάδα ήταν 42,1% έναντι 40,2% για τους «25» και 41,7% για τους «15», ενώ ο στόχος της Στρατηγικής της Λισσαβόνας είναι 50% για το 2010.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι δαπάνες για την έρευνα έφτασαν στη χώρα μας το 2003 στο 0,6% του ΑΕΠ έναντι 1,9% στους «25» και 2% στους «15», ενώ ο στόχος για το 2010 είναι 3%. Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κινήθηκαν σε σχετικά υψηλά επίπεδα στην Ελλάδα το 2003 και έφτασαν το 21,8% του ΑΕΠ έναντι 16,8% για τους «25» και 16,7% για τους «15». Όπως αναφέρεται ακόμη στην έκθεση, το 2003 στην Ελλάδα το 20% του πληθυσμού κινδύνευε από τη φτώχεια έναντι 15% τόσο για τους «25» όσο και για τους «15». Η μακροχρόνια ανεργία έφτασε στη χώρα μας το 2003 το 5,1% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έναντι 4% για τους «25» και 3,3% για τους «15».
Αυτά είναι τα βασικά προβλήματα της οικονομίας μας κι όλα τ’ άλλα είναι στατιστικές του «φαντάρου-ανιχνευτή».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.11.2004