Ποιες εφημερίδες θέλουμε;
Πριν δέκα χρόνια οι αμερικανικές εφημερίδες παρουσίαζαν μια σταθερή πτώση της τάξεως του 0,5% ανά έτος. Προβληματίστηκαν πολλοί γι’ αυτό το φαινόμενο, μα την καλύτερη απάντηση την έδωσε ο συγγραφέας του «Τζουράσικ Πάρκ» κ. Μάικλ Κράϊτον:. «Τα ΜΜΕ», είπε σε διάλεξη που έδωσε στους εκδότες των εφημερίδων, «είναι βιομηχανία και παράγουν πληροφορία. Όπως πολλές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ παράγουν εξαιρετικά χαμηλής στάθμης προϊόντα. Η πληροφορία τους δεν είναι αξιόπιστη, έχει πολύ λάμψη αλλά καθόλου ουσία. … είναι μεν λαμπερή αλλά είναι σκουπίδι. Γι’ αυτό ο κόσμος σταμάτησε να τις αγοράζει…»
Αυτά ίσχυαν για τον αμερικανικό Τύπο που παρουσίαζε απώλειες της τάξης του 0,5% κατ’ έτος. Ισχύουν στο πολλαπλάσιο για τον ελληνικό Τύπο που τα τελευταία δέκα χρόνια έχασε 70% των πωλήσεων. Το βασικό πρόβλημα του ελληνικού Τύπου μπορεί να συγκριθεί με το «πείραμα Αβραμόπουλου». Έχει καλό περιτύλιγμα και δεν έχει περιεχόμενο. «Έχει πολύ λάμψη, αλλά δεν έχει ουσία».
Τα προβλήματα του Τύπου σήμερα είναι πολλαπλά. Κάποτε η εφημερίδα είχε το μονοπώλιο της πληροφόρησης. Σήμερα είναι ένα από τους πολλούς παίκτες. Υπάρχει το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, το διαδίκτυο, μέχρι και το κινητό τηλέφωνο. (Ήδη κάποιες εταιρίες παρέχουν υπηρεσίες πληροφόρησης μέσω γραπτών μηνυμάτων. Μεθαυρίο τα κινητά τρίτης γενιάς θα δίνουν πλήρες δελτίο ειδήσεων.) Υπάρχει, λοιπόν, χώρος για εφημερίδες; Φυσικά! Μόνο που απαιτούνται άλλες εφημερίδες από αυτές που μέχρι σήμερα συνηθίσαμε. Οι εφημερίδες λοιπόν του μέλλοντος πρέπει:
Α. Να ξεχάσουν τον αγώνα δρόμου για την είδηση. Αυτή χάθηκε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Οι εφημερίδες που επέμεναν σ’ αυτή τη μάχη έχασαν τον πόλεμο.
Β. Να έχουν στοχευμένη αγορά. Η εποχή του «one size fits all» (ένα νούμερο για όλο τον κόσμο) πέρασε ανεπιστρεπτί. Οι εφημερίδες πρέπει να απευθύνονται σε εκείνη τη μάζα του κοινού που γνωρίζουν (επί της ουσίας) ανάγνωση. Οι γαργαλιστικές εικόνες και ειδήσεις που κάποτε έκαναν τις μεγάλες κυκλοφορίες δίνονται πλέον αφειδώς και δωρεάν από τα κανάλια. Η αλήθεια είναι πως «χρόνο δεν έχουν να διαβάσουν» εκείνοι που κυνηγούν τις ανθρώπινες ιστορίες: το πρωί έχουν «τα Λόγια Σταράτα», το μεσημέρι τον «Γυάλινο Τοίχο», το βράδυ τα δελτία ειδήσεων και τα «παιγνίδια της κλειδαρότρυπας». Δεν τους μένει χρόνος να διαβάσουν εφημερίδα.
Γ. Η προσφορά της πληροφορίας σήμερα είναι τεράστια. Τόση που έχει ευτελιστεί ως προϊόν. Το μόνο που μπορεί να πουλήσει μια εφημερίδα είναι εκείνο που είχε παρατηρήσει ο αμερικανός δημοσιογράφος Μπρουκ Μικς για τις «Νιου Γιόρκ Τάιμς» και «Γουόσιγκτον Ποστ». «Πάνε καλά», είπε, «γιατί δεν πουλούν μόνο χαρτί ή πληροφορία. Κάθε φορά που αγοράζω αυτές τις εφημερίδες παίρνω και ένα συμβόλαιο εγκυρότητας. Ξέρω πως ότι διαβάσω θα είναι αληθές».
Δ. Επειδή ακριβώς η προσφορά πληροφορίας είναι τεράστια, υπάρχει χώρος για Τύπο στην αγορά πληροφορίας. Μια εφημερίδα κατ’ ουσία πρέπει να είναι καθημερινά μια ολοκληρωμένη θεωρία για το «που πάει ο κόσμος σήμερα». Όπως ο Νεύτων συνέδεσε τις κινήσεις των πλανητών με τη βαρύτητα, έτσι και μια εφημερίδα θα πρέπει συμπυκνώνει τις πολλές – γνωστές (από άλλες πηγές πληροφόρησης) αλλά ασύνδετες πληροφορίες σε ολοκληρωμένη άποψη. Μια εφημερίδα πρέπει να είναι πλοηγός στο χάος της πληροφορίας και όχι αναμασημένη πληροφορία.
Ε. Οι εφημερίδες τα τελευταία χρόνια έδωσαν βάρος στη φόρμα αντί να ενισχύσουν το περιεχόμενο. Ξέχασαν, όπως ο κ. Αβραμόπουλος, ότι το περιτύλιγμα είναι χρήσιμο, μόνον όταν το κουτί περιέχει κάτι. Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια οι εφημερίδες πουλούν μόνο τυπογραφικά στοιχεία και φαντεζί φωτογραφίες. Έκαναν το περιεχόμενο υπηρέτη της φόρμας κι όχι το αντίστροφο.
Δεν υπάρχει κρίση του Τύπου. Υπάρχει κρίση ουσίας. Βέβαια, για να παραχθεί μια καλή εφημερίδα είναι ακριβή υπόθεση. Μόνο που η παραγωγή των κακών (κατά τα σημερινά πρότυπα) εφημερίδων, είναι ακριβότερη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή της Κυριακής» στις 30.6.2002