Είναι παράλογο και αντιπαραγωγικό να διαχειρίζονται τα λεφτά των εργαζομένων κάποιοι διορισμένοι από την εκάστοτε κυβέρνηση.
Κανονικά τα ταμεία των εργαζομένων θα έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να επενδύουν ακόμη και σε ομόλογα υψηλού ρίσκου. Οι επενδύσεις υψηλού ρίσκου ενέχουν κινδύνους, αλλά μπορεί να κρύβουν και υψηλές αποδόσεις οι οποίες θα εξασφαλίσουν υψηλότερες συντάξεις. Το ρίσκο ποτέ δεν είναι μονόδρομος. Μπορεί να έχει κέρδη. Μπορεί και ζημιές.
Ξέρουμε πως οι εργαζόμενοι είναι ενήλικες και υποθέτουμε ότι είναι ώριμοι άνθρωποι. Aρα, εκ των πραγμάτων μπορούν να διαχειριστούν τα λεφτά τους. Η ελληνική νομοθεσία απαγορεύει τις επενδύσεις ρίσκου. Είναι προφανές ότι το πολιτικό μας σύστημα θεωρεί τους εργαζόμενους μωρούς, που δεν μπορούν να διαχειριστούν τα λεφτά τους. Κάποιοι πιστεύουν ότι αυτό αποτελεί μια ασφαλιστική δικλίδα, για να μη χρεοκοπήσει κάποιο ταμείο από άφρονες τοποθετήσεις. Είναι αντιφιλελεύθερο μέτρο -περιορίζει τις επιλογές ενηλίκων να κάνουν ό,τι θέλουν τα χρήματά τους- αλλά έχει κάποια (πατερναλιστική μεν, στοιχειώδη δε) λογική.
Το αντιφιλελεύθερο και συνάμα παράλογο είναι ο διορισμός των διοικήσεων των ταμείων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Παλιότερα τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα, διότι το κράτος διόριζε τα διοικητικά συμβούλια στο σύνολό τους, αλλά τώρα υπάρχει τουλάχιστον και συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Τόση όμως ώστε να μην απειλείται ο κρατικός έλεγχος. Το παράλογο δεν έγκειται μόνο στο πατερναλιστικό, αλλά στο γεγονός ότι οι κυβερνήσεις εμπλέκονται σε διάφορες αχρείαστες φασαρίες, όπως τώρα με το σκάνδαλο στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων.
Σύμφωνα με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η εταιρεία «Ακρόπολις Χρηματιστηριακή», που διαχειριζόταν μεγάλο μέρος των αποθεματικών του ταμείου των δημοσίων υπαλλήλων, «ενεργούσε εις βάρος των συμφερόντων πελάτη της, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να υποστεί σημαντικού ύψους ζημιά». Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί στον καθένα: να δώσει τις οικονομίες του για να τις διαχειριστεί μια εταιρεία και αυτή να ενεργήσει σε βάρος του. Η δικαιοσύνη θα κρίνει τελικά αν έγινε κάτι τέτοιο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά η κυβέρνηση είναι έκθετη διότι κατ’ ουσίαν δικοί της άνθρωποι διοικούν το ταμείο. Ο πρόεδρος και πέντε μέλη του Δ.Σ. είναι διορισμένοι, οπότε νομιμοποιείται η αντιπολίτευση να καταγγέλλει τη «γαλάζια διοίκηση» που διαχειρίζεται χρήματα των ασφαλισμένων μέσω «γαλάζιων χρηματιστηριακών εταιρειών».
Τρία χρόνια πριν ήταν η «γαλάζια αντιπολίτευση» που κατήγγειλε ότι οι «πράσινες διοικήσεις» έπαιζαν τα λεφτά των ταμείων στο χρηματιστήριο, έτσι ώστε να κρατηθεί υψηλά ο δείκτης του Χ.Α. και να κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές.
Χωρίς να μπούμε στην ουσία των υποθέσεων πρέπει να προβληματιστούμε: προς τι η τόση κρατική ανησυχία για τα λεφτά των ασφαλισμένων; Από τη στιγμή που οι επενδύσεις υψηλού ρίσκου απαγορεύονται, γιατί ο υπουργός Απασχόλησης διορίζει προέδρους σε ογδόντα(!) ταμεία;
Η απάντηση είναι απλή: διότι γύρω από κάθε κυβέρνηση βουίζει ένας ολόκληρος κομματικός στρατός που με κάποιον τρόπο πρέπει να βολευτεί. Ογδόντα θα πάνε στα ταμεία, κάποιοι θα αναλάβουν τις ΔΕΚΟ, άλλοι θα μπουν σε επιτροπές και Δ.Σ. και ο ελληνικός λαός απλώς θα πληρώνει. Μέχρι να γίνουν εκλογές και να επιδράμει ο επόμενος κομματικός στρατός, για να έρθουν και τα επόμενα σκάνδαλα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.3.2007