Η απαξία των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων διογκώνεται μέρα με την ημέρα. Τα διάχυτα κουτσομπολιά πρέπει επιτέλους να σταματήσουν. Οφείλει η ΕΣΗΕΑ να αποκαλύψει το όνομα του υπουργού (ή των υπουργών) με τα «κλειστά συρτάρια». Δεύτερον δημόσια και με πειθώ να απαιτήσει από την νυν κυβέρνηση να αποκαλύψει επιτέλους τον κατάλογο των ονομάτων όσων εργάστηκαν/εργάζονται, χρηματίστηκαν/χρηματίζονται από το κράτος.
Σύμπας ο κόσμος της πολιτικής και της δημοσιογραφίας εξανέστη μόλις έπεσε η βόμβα στη Βουλή. «Υπάρχουν δημοσιογράφοι που τα πιάνουν και πολιτικοί που τα δίνουν», ήταν το συμπέρασμα της παρέμβασης του κ. Θ. Ρουσσόπουλου και όλο το σύστημα έπαθε μια …ψυχολογία. Ακούστηκαν -για πολλοστή φορά- επιφωνήματα «α, παπαπα!», βαθυστόχαστες αναλύσεις «εγώ ξέρω κάποιους που έχουν οκτώ δουλειές» (γιατί δεν τους καταγγέλλουν στο συνδικαλιστικό σωματείο για να εφαρμόσει το καταστατικό;), «είναι λίγοι και βγάζουν το κακό όνομα στους πολλούς» (πως το γνωρίζουν αφού δεν έχουν τους καταλόγους;) και άλλα τερπνά για παραθυρόβια κατανάλωση.
Υπάρχουν όμως πολλά μυστήρια στη νέα δημοσιογραφική ηθικολογία που αναπτύχθηκε μετά την παρέμβαση του υπουργού Επικρατείας. Κατά πως είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) κ. Μαθιουδάκης οι συνδικαλιστές των δημοσιογράφων επισκέφθηκαν κάποιον υπουργό Τύπου ο οποίος προφανώς για να αντικρούσει κάποιο αίτημα τους ρώτησε «να ανοίξουμε το συρτάρι να σας πούμε σε ποιους τα δίνουμε τα χρήματα και ποιοι “τα πιάνουν”»;
Το πρώτο ερώτημα βέβαια είναι ποιος είναι ο εν λόγω υπουργός. Δεν μπορεί να πετάγεται έτσι μια καταγγελία χωρίς ονόματα. Αν έχουν μια φορά δίκιο οι δημοσιογράφοι που ωρύονται για συλλήβδην σπίλωση τους, έχουν δυο φορές δίκιο οι πρώην υπουργοί να διαμαρτύρονται μιας και είναι λιγότεροι. Οι υποψίες πέφτουν σε όλους. Δεν μπορεί ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ να διακινεί δίκην φήμης χωρίς ονόματα τον εκβιασμό από ένα υπουργό. Οφείλει λοιπόν ο κ. Μαθιουδάκης να δώσει ονόματα.
Δεύτερον. Τι απάντησε το προεδρείο της ΕΣΗΕΑ; Υπό φυσιολογικές συνθήκες έπρεπε να πει: «βεβαίως, δώστε μας τον κατάλογο για να προχωρήσουμε μάλιστα σε πειθαρχικές διώξεις, των συναδέλφων που “τα πιάνουν”». Υπό κανονικές συνθήκες, έπρεπε να καταγγελθεί ο υπουργός, αν δεν άνοιγε το συρτάρι του, όχι διότι απείλησε να το ανοίξει. Αντ’ αυτών είχαμε σιωπή τουλάχιστον δέκα μηνών από πλευράς ΕΣΗΕΑ (αφού όπως δήλωσε ο κ. Μαθιουδάκης, δεν ήταν ο κ. Ρουσσόπουλος εκείνος που εξεβίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο).
Τρίτον ποιο ήταν το αίτημα στο οποίο απάντησε δι’ αυτού του σκαιού τρόπου ο υπουργός;
Πέραν όλων αυτών όμως πρέπει να τονίσουμε κάτι. Η διαδικασία στην Κοινοβουλευτική επιτροπή που συζητούσε τα περί βασικού μετόχου ήταν μια χρυσή ευκαιρία στο το σώμα των δημοσιογράφων να θέσει κάποια καυτά ζητήματα του κλάδου. Η πρώτη αντίδραση της ΕΣΗΕΑ ήταν «δεν μας ενημέρωσε κανείς» (καλά εφημερίδες δεν διαβάζουν;), άρα πάμε απροετοίμαστοι στον διάλογο. Η δεύτερη ήταν το κουτσομπολιό «σούπα»-«μούπες» με τους υπουργούς. Ενώ υπάρχουν σημαντικά ζητήματα ελευθερολογίας για τα οποία σύσσωμος ο δημοσιογραφικός κλάδος έπρεπε να παλεύει από το 1974 κι εντεύθεν για να τα κατακτήσει, καταλήξαμε για μια ακόμη φορά στην κολοκυθιά «ποιος πρέπει να αποκαλύψει εκείνους που σιτίζονται από μυστικά ή φανερά κονδύλια του κράτους».
Η απαξία των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων διογκώνεται μέρα με την ημέρα. Τα διάχυτα κουτσομπολιά πρέπει επιτέλους να σταματήσουν. Οφείλει η ΕΣΗΕΑ να αποκαλύψει το όνομα του υπουργού (ή των υπουργών) με τα «κλειστά συρτάρια». Δεύτερον δημόσια και με πειθώ να απαιτήσει από την νυν κυβέρνηση να αποκαλύψει επιτέλους τον κατάλογο των ονομάτων όσων εργάστηκαν/εργάζονται, χρηματίστηκαν/χρηματίζονται από το κράτος. Το πρώτο δεν είναι κατ’ ανάγκη μεμπτό. Το δεύτερο σίγουρα. Όλα τα υπόλοιπα είναι περιττά και πολύ φοβόμαστε ότι σ’ αυτά θα εξαντληθεί κι αυτή η συζήτηση περί του δέοντος…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 23.1.2005