Κανείς δεν εξετάζει – έστω ως θεωρητική άσκηση, βρε αδελφέ!- ποια θα ήταν τα οφέλη στην εθνική οικονομία αν μειωνόταν αντί να αυξηθούν οι φόροι.
Οικονομική πολιτική σημαίνει: Αν κινείται… φορολόγησέ το. Αν συνεχίζει να κινείται… ρύθμισέ το νομοθετικά. Αν σταματήσει να κινείται… επιδότησέ το!
Ρόναλντ Ρίγκαν
Τελικά, όποια λύση και αν προκρίνει η κυβέρνηση για την επιστροφή του Ειδικού Φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, θα υπάρχει κάποιο κόστος.
Είτε στη ΔΕΗ ανατεθεί το έργο (Πώς; Εισηγμένη στο Χρηματιστήριο εταιρεία δεν είναι;) είτε στις εφορίες, η διαδικασία επιστροφής χρημάτων έχει κάποιο κόστος. Οικονομικό, γραφειοκρατικό, συν το κόστος ταλαιπωρίας και χρονοτριβής για τους πολίτες.
Δεν γνωρίζουμε πόσο είναι αυτό το κόστος διότι κανείς δεν το υπολόγισε. Μπορεί -λέμε «μπορεί» – να είναι τόσο μεγάλο που να συμφέρει όχι να εξομοιώσουμε τον Ειδικό Φόρο στα καύσιμα προς τα πάνω, αλλά προς τα κάτω. Να μειωθεί, δηλαδή, ο φόρος στο πετρέλαιο κίνησης στα επίπεδα του πετρελαίου θέρμανσης. Θα πατάξουμε τη φοροδιαφυγή και οι πολίτες δεν θα μπουν στην ταλαιπωρία.
Βέβαια, οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση φορολογίας στην Ελλάδα ακούγεται σαν ανέκδοτο. Το τελευταίο πράγμα που περνά από το νου, όχι μόνο των πολιτικών που διαχειρίζονται την τσέπη μας, αλλά και των γνωμηγητόρων, είναι η μείωση της φορολογίας. Κι αυτό γιατί το κράτος που φτιάξαμε έχει έξοδα. Κι αφού δεν παράγει ώστε να τα βγάζει πέρα μόνο του εμείς πληρώνουμε κάθε χρόνο όλο και περισσότερα. Κανείς δεν εξετάζει -έστω ως θεωρητική άσκηση, βρε αδελφέ!- ποια θα ήταν τα οφέλη στην εθνική οικονομία, αν μειώνονταν αντί να αυξηθούν οι φόροι.
Το πιο ενοχλητικό σε όλη αυτή τη συζήτηση περί εξομοίωσης φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης με το φόρο στο πετρέλαιο κίνησης είναι ότι κανείς δεν θέτει το απλό ερώτημα: Καλός και άγιος ο στόχος της πάταξης της φοροδιαφυγής, με τους φόρους όμως τι θα γίνει; Εδώ έχουμε το εξής φορομπηχτικό: Το πετρέλαιο θέρμανσης μετά τους φόρους κόστιζε 0,45 ευρώ ανά λίτρο. Το πετρέλαιο κίνησης «τιμωρείται» από το κράτος με φορολογία υπερδιπλάσια της λιανικής (και μετά τους φόρους) τιμής. Ο Ειδικός Φόρος στο πετρέλαιο κίνησης είναι 102% επί της τιμής του προϊόντος!
Και εντάξει! Το αυτοκίνητο ως μέσο αναψυχής είναι ποινικοποιημένο πανταχόθεν. Από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά και από τους οικολόγους και μέχρι τους γενικά ευαίσθητους. Στην Ελλάδα όμως, πετρέλαιο κίνησης δεν καίνε τα Ι.Χ. επιβατηγά αυτοκίνητα. Χρησιμοποιείται στα φορτηγά, τα αγροτικά μηχανήματα, γενικώς, στα εργαλεία παραγωγής. Σε μια χώρα όπου έχουμε σοβαρό πρόβλημα με το κόστος παραγωγής έρχεται το κράτος και διά των φόρων του διπλασιάζει την τιμή ενός βασικού συντελεστή. Φυσικά, το επιπλέον κόστος μεταφέρεται στην κατανάλωση και ιδού ένα μέρος της ακρίβειας, που όλοι ελεεινολογούμε.
Η υψηλή φορολόγηση και του πετρελαίου κίνησης, αλλά και θέρμανσης, θα μπορούσε πιθανώς να δικαιολογηθεί με οικολογικά κριτήρια. Μία κοινωνία αποφασίζει ότι το περιβάλλον αξίζει περισσότερο από τη ευκολία και τη φθήνια του πετρελαίου (Ας μην κοροϊδευόμαστε: Και πιο φθηνό και πιο εύχρηστο είναι το πετρέλαιο από άλλες μορφές ενέργειας, γι’ αυτό το προτιμά η αγορά) και αποφασίζει διά του αντικινήτρου της φορολογίας να επιδοτήσει κατ’ ουσία πιο ήπιες μορφές. Στην Ελλάδα, όμως, αυτή η συζήτηση δεν γίνεται καθόλου. Αυτό που προέχει στη λογική της φορολόγησης είναι ο κρατικός κορβανάς ή η κάλυψη των ελλειμμάτων όπως πιο σεμνά αποκαλείται. Ακόμη και για το διπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης για την εξομοίωση της φορολογίας προβάλλεται το επιχείρημα των δύο δισ. ευρώ που χάνει ο κρατικός προϋπολογισμός από το λαθρεμπόριο.
Το λυπηρό συμπέρασμα απ’ όλη αυτή την φασαρία περί του πετρελαίου θέρμανσης είναι πως και η συζήτηση περί φόρων στο επίκεντρο έχει τις ανάγκες ενός αδηφάγου κράτους.
Σ’ αυτή τη χώρα δεν συζητάμε πια για τη φορολογία ως εργαλείο άσκησης πολιτικής ή επίτευξης κάποιων στόχων (π.χ. αναδιανομής του εισοδήματος ή προστασίας του Περιβάλλοντος) αλλά ικανοποίησης των αναγκών του μεγάλου πεπτικού σωλήνα (όπως έλεγε ο Ρόναλντ Ρίγκαν) που έχει μεγάλη όρεξη στο ένα άκρο και καθόλου υπευθυνότητα στο άλλο.
Χειρότερα: Όλοι θεωρούμε φυσιολογικό, κάτι σαν κισμέτ, να διπλασιάζεται η τιμή ενός προϊόντος για να χρηματοδοτείται ένας… σκασμός αντιπαραγωγικών δραστηριοτήτων. Ταΐζουμε αδιαμαρτύρητα την «ιερή αγελάδα», ενώ ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε: «Ρε μπας και δεν είναι καθόλου ιερή αυτή η αγελάδα και την μπουκώνουμε τσάμπα τόσα χρόνια;».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 12.7.2005