Ο πόλεμος που κήρυξαν οι ισλαμιστές στη Δύση δεν έχει πολιτική λογική κι αδίκως πασχίζουν να τον μασκαρέψουν διάφοροι στη χώρα μας. Είναι θρησκευτικός πόλεμος και γι’ αυτό δεν χωράει στο νου ανθρώπου.
Ένας ακήρυχτος πόλεμος μαίνεται στην οικουμένη. Είναι παγκόσμιος και δεν έχει αιχμαλώτους, αλλά μόνο άμαχους νεκρούς. Θρησκόληπτοι μέχρι τρέλας, άνθρωποι που πιστεύουν πως χύνοντας το αίμα αθώων ανθρώπων κερδίζουν μια θέση σε ένα φανταστικό παράδεισο αποφάσισαν να εκδικηθούν τη Δύση, όχι γι’ αυτά που κάνει, αλλά γι’ αυτά που πρεσβεύει. Είναι ένας θρησκευτικός πόλεμος κατά της Ανοιχτής Κοινωνίας και όλων όσα αυτή φέρνει: Τα δικαιώματα του ανθρώπου, τα δικαιώματα των γυναικών, την ελευθερία έκφρασης, την αποδέσμευση του ατόμου από μεταφυσικές επιταγές.
Στην Ελλάδα των εύκολων αναλύσεων και των αριστερών φληναφημάτων έχει ανακαλυφθεί («δομηθεί» είναι ίσως η καταλληλότερη λέξη) μια απλοϊκή εξήγηση. Το αίμα που χύθηκε στη Νέα Υόρκη, στο Μπαλί, στην Κωνσταντινούπολη, στη Μαδρίτη και τώρα στο Λονδίνο είναι η εκδίκηση κάποιων ταπεινωμένων μουσουλμάνων, οι οποίοι εκδικούνται το αίμα των ομόθρησκών τους. Αυτή η εξήγηση βέβαια δεν μπορεί σταθεί στο φως της κριτικής.
Καταρχήν, όλοι οι εγκέφαλοι της παρανοϊκής τρομοκρατίας και οι εκτελεστές προέρχονται από εύπορες χώρες του Κόλπου. Δεν είναι οι παρίες που έρχονται ως λαθρομετανάστες, πασχίζοντας να βρουν ένα κομμάτι ψωμί στην ευημερούσα Δύση. Ο ίδιος ο Οσάμα μπιν Λάντεν προέρχεται από τις πλέον εύπορες οικογένειες του κόσμου.
Κατά δεύτερον, άδικες επεμβάσεις έγιναν πολλές φορές σε πολλά μέρη της υφηλίου. Ο άδικος πόλεμος των ΗΠΑ στο Βιετνάμ δεν δημιούργησε εκατόμβες αμάχων στις δυτικές πρωτεύουσες. Η πολυετής καταπίεση στη Λατινική Αμερική έφτιαξε αντάρτικα, αλλά όλοι σέβονταν τις βασικές πανανθρώπινες αξίες και, κυρίως, την ανθρώπινη ζωή.
Τρίτον: Οι κάτοικοι προχθές της Μαδρίτης και σήμερα του Λονδίνου, που έγιναν στόχος των φανατικών του Ισλάμ, ήταν εκείνοι που πριν από δύο χρόνια είχαν κατακλύσει μαζικά τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για την επέμβαση στο Ιράκ. Κάποιοι από τους 52 νεκρούς και τους δεκάδες τραυματίες ήταν πριν από δύο χρόνια σε διαδηλώσεις, απαιτώντας να μη γίνει η εισβολή. Αυτοί οι άνθρωποι έγιναν άκριτα στόχος των θρησκόληπτων φανατικών. Και όπως είπε ο γενναίος δήμαρχος του Λονδίνου, Κεν Λίβινγκστον: «Δεν είναι μία επίθεση κατά των πλούσιων και των ισχυρών. Δεν είναι μια επίθεση κατά των πολιτικών ούτε κατά πρωθυπουργών ή προέδρων. Στόχευε στον απλό εργαζόμενο κόσμο του Λονδίνου, μαύρους και λευκούς, μουσουλμάνους και χριστιανούς, ινδουιστές και εβραίους , νέους και γέρους. Ήταν μία σφαγή χωρίς διακρίσεις, ανεξάρτητη από υπολογισμούς ηλικίας, τάξης, θρησκείας, οτιδήποτε. Αυτό δεν είναι ιδεολογία. Δεν είναι καν μια διεστραμμένη πίστη. Είναι μόνο μια απόπειρα μαζικής δολοφονίας χωρίς διακρίσεις.
Έχουμε δει ότι δεν φοβόσαστε να αφαιρέσετε τις ίδιες τις ζωές σας, όμως αυτό που μόλις τώρα κάνατε είναι μαζική δολοφονία. Μπορώ να σας πω ότι θα αποτύχετε στους μακροπρόθεσμους στόχους σας, να καταστρέψετε την ελεύθερη κοινωνία μας».
Οι χειρότεροι πόλεμοι που γνώρισε ο κόσμος ήταν θρησκευτικοί. Με τον θρησκόληπτο φανατικό είναι αδύνατον να συζητήσεις και να βρεις μια λύση σε οποιοδήποτε γήινο πρόβλημα. Θεωρεί εαυτόν απεσταλμένο του Θεού κι όταν η μεταφυσική μπαίνει στη συζήτηση, αυτή δεν έχει έρμα. Το αίμα των αθώων που χύνεται στις πρωτεύουσες του κόσμου δεν είναι αποτέλεσμα των πολέμων που έκανε η Δύση. Είναι αποτέλεσμα των Μεντρεσέδων (των θρησκευτικών σχολείων) στις ισλαμικές χώρες, που γεμίζουν τα κεφάλια αθώων παιδιών με ανοησίες και φανατισμό. Είναι το αποτέλεσμα μιας διδασκαλίας που τους κάνει ανθρώπινες βόμβες με την απατηλή υπόσχεση για ουρί του Παραδείσου.
Αυτός ο πόλεμος δεν έχει πολιτική λογική κι αδίκως πασχίζουν να τον μασκαρέψουν διάφοροι στη χώρα μας. Είναι θρησκευτικός πόλεμος και γι’ αυτό δεν χωράει στο νου ανθρώπου. Όσο κι αν προσπαθούν διάφοροι να τον χωρέσουν στα αριστερά καλούπια που έχουν φτιάξει για να εξηγούν τον κόσμο.
Γι’ αυτό ήρθε η ώρα να θέσουμε το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις. Κι αυτό θα είναι το πρώτο βήμα για να το λύσουμε.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10.7.2005