Αν δεν υπήρχε το Κολέγιο των Επιτρόπων της Ε.Ε., θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Κάποιος επιτέλους έπρεπε να προστατεύσει την τσέπη μας, αφού οι δικοί μας πολιτικοί υπολόγισαν πρώτα το πολιτικό κόστος.
Αν ζούσαμε σε χώρα που έχει μνήμη και κρίση, ο κ. Χρίστος Βερελής δεν θα μιλούσε. Τουλάχιστον για την «Ολυμπιακή». Όχι επειδή κάποιος θα του το απαγόρευε, αλλά επειδή κανείς δεν θα τον άκουγε. Σε χώρες με μνήμη και κρίση, τα κανάλια δεν καλούν τους ανθούς του αργόμισθου συνδικαλισμού που εξέθρεψε το ΠΑΣΟΚ, για να βρίζουν πολιτικούς και δημοσιογράφους. Φυσικά «θα εδικαιούντο διά να ομιλούν» (όπως θα έλεγε κι ένας συχωρεμένος για τα πολλά κρίματά του υπουργός), αλλά ουδείς θα τους έπαιρνε στα σοβαρά.
Αυτές τις ημέρες ζούμε και πάλι μια φριχτή παράσταση. Από τη μια, έχουμε πρώην υπουργούς Μεταφορών, οι οποίοι κόστισαν ένα σκασμό λεφτά σε κάθε ελληνική οικογένεια, να σηκώνουν το δάκτυλο και με ύφος χιλίων καρδιναλίων να κάνουν προτάσεις για το πώς θα σωθεί η «Ολυμπιακή».
Από την άλλη, έχουμε συνδικαλιστές οι οποίοι, όταν δεν βρίζουν τους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου, ισχυρίζονται ότι η «Ο.Α.» μπορεί να βγει από το αδιέξοδό της με ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανάπτυξης. Πιθανώς να έχουν δίκιο, αλλά γιατί δεν το κάνουν με τα δικά τους λεφτά και ζητούν πάλι τα δικά μας;
Πριν από χρόνια, ο πανταχόθεν υβριζόμενος κ. Στέφανος Μάνος είχε κάνει μία πρόταση. Βλέποντας ότι η «Ολυμπιακή» οδηγείται σε χρεοκοπία, ζήτησε από τους εργαζομένους να μειώσουν κατά 30% τις αποδοχές τους και ως αποζημίωση να πάρουν το 30% των μετοχών της εταιρείας.
Με την πρόταση αυτήν, αφενός, θα μειωνόταν το κόστος λειτουργίας, αλλά το σημαντικότερο ήταν άλλο. Αντί οι συνδικαλιστές να διαλαλούν από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως διάφορα «υπέροχα σχέδια για την ανάπτυξη της Ο.Α.», θα μπορούσαν ως αφεντικά να τα επιβάλουν και να τα εφαρμόσουν.
Φυσικά, οι εργαζόμενοι αρνήθηκαν. «Συνδικαλιστικό μαξιμαλισμό», το ονόμασε ο κ. Μάνος, αλλά είχε άδικο. Ή οι εργαζόμενοι θεώρησαν ότι η εταιρεία δεν έχει ελπίδες ανάπτυξης, οπότε ουδείς εχέφρων άνθρωπος επενδύει σε «νεκρό μαγαζί», ή το πιθανότερο να συνήθισαν στην κρατική δίαιτα. Να πληρώνουν, δηλαδή, τα κορόιδα, π.χ. των Γρεβενών, για να απεργούν αυτοί τις ημέρες αιχμής του Αυγούστου.
Φυσικά, η στάση τους είναι απλή και κατανοητή: Αν επί 30 χρόνια «ο μήνας έχει εννιά», δεν πρόκειται ποτέ να συμφωνήσεις να… «έχει ο μήνας έντεκα». Θα απειλήσεις, θα φωνάξεις, θα σηκώσεις την ελληνική σημαία (υπό το επίθετο «εθνικός») και θα συνεχίσεις να σιτίζεσαι από τους φορολογουμένους χωρίς τις στενοχώριες του μετόχου.
Βγήκε, από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος των κινημάτων κ. Αλέκος Αλαβάνος και καλεί σε συστράτευση το ΠΑΣΟΚ «για να διατηρηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της “Ολυμπιακής”». Με άλλα λόγια, ο πρόεδρος του ΣΥΝ ζητεί συνεταίρο για τη δική μας τσέπη. Αν πρότεινε στο ΠΑΣΟΚ να αγοράσουν από κοινού την «Ο.Α.», ευχαρίστως να τους τη δώσουμε και σε καλή τιμή. Διότι από χουβαρντάδες με ξένα κόλλυβα γέμισε ο τόπος. Από σώφρονα πολιτική πάσχουμε.
Τέλος, η Πασιονάρια κ. Αλέκα Παπαρήγα ζήτησε «να επιδείξουν οι εργαζόμενοι απειθαρχία». Δηλαδή; Έτσι κι αλλιώς, έως σήμερα οι περισσότεροι του «εθνικού αερομεταφορέα» απείθαρχοι ήταν, τουλάχιστον προς τους πελάτες τους (που ήταν κι αφεντικά τους) Ελληνες πολίτες. Εχει ταξιδέψει ποτέ ως απλή πολίτης με την «Ο.Α.» η κ. Παπαρήγα, για να γνωρίσει από πρώτο χέρι την «απειθαρχία»;
Πρέπει να τελειώνουμε με το θέατρο του παραλόγου που παίζεται αυτή τη στιγμή στη χώρα. Αν δεν υπήρχε το Κολέγιο των Επιτρόπων της Ε.Ε., θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Κάποιος επιτέλους έπρεπε να προστατεύσει την τσέπη μας από τη μακρόχρονη οικονομική αιμορραγία της «Ολυμπιακής», αφού οι δικοί μας πολιτικοί υπολόγισαν πρώτα το πολιτικό κόστος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Aπογευματινή» στις 15.9.2005