Οι ιδιώτες που εκμεταλλεύονται τις πλαζ τις προσέχουν περισσότερο από το κράτος ή τους δήμους.
Επί της αρχής έχουν δίκιο όσοι διαμαρτύρονται για την (διά της ενοικίασης) ιδιωτικοποίηση των παραλιών της Αττικής. Οι δημόσιοι χώροι -τόσο λίγοι εξάλλου!- είναι προς τέρψη των πολιτών. Ολων των Ελλήνων: είτε έχουν επτά ευρώ να ξοδέψουν για το μπάνιο τους είτε όχι. Το δίκιο όμως του υποψήφιου δημάρχου Αθήνας κ. Αλέξη Τσίπρα και των συνοδοιπόρων του -που διαδήλωσαν για το εισιτήριο στις πλαζ- χάνεται στο τέλος της ημέρας. Τότε που τα στίφη των δωρεάν λουόμενων φεύγουν από τις ελεύθερες παραλίες κι αφήνουν πίσω στα σημάδια τους: Πλαστικές σακούλες, αποφάγια κι αποτσίγαρα, μπουκάλια νερού κι αναψυκτικών, όλα αυτά που βλέπουμε στα δημόσια πάρκα, όπου η πρόσβαση (ως γνωστόν και ορθώς) είναι δωρεάν.
Η εύκολη απάντηση στο παραπάνω δίλημμα είναι η προσφυγή στο φανταστικό. Τι καλά θα ήταν αν υπήρχε η κοινωνική συνείδηση (να μην πετάμε σκουπίδια), ο έλεγχος των Αρχών (για να τιμωρούν όσους ρυπαίνουν) και η εργατική ευσυνειδησία (να μαζεύουν κάποιοι όσα εμείς απερίσκεπτα πετάμε). Αποδεικνύεται, όμως, ότι τίποτε από τα τρία δεν υπάρχει σήμερα στη χώρα. Βλέποντας τους δρόμους είμαστε σίγουροι ότι οι πολλοί που πετάνε όπου βρουν τα σκουπίδια τους, θα το κάνουν και στην παραλία. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι έλεγχος που δεν υπάρχει στα πάρκα, θα είναι δρακόντειος παρά θιν’ αλός. Ούτε μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο τέλος κάθε μέρας θα καθαρίζονται οι ακρογιαλιές, από τους μηχανισμούς που σήμερα δεν καθαρίζουν τους δρόμους και τα πάρκα.
Ετσι μπορεί να μη χρειάζεται ιδιαίτερη τόλμη για να διαμαρτυρηθεί κάποιος -έστω δυναμικά- για το εισιτήριο στην πλαζ, μα χωρίς τις κοινωνικές αρετές που επιβάλλουν τον σεβασμό των δημοσίων χώρων, οι παραλίες θα γίνουν για όλους άχρηστες. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι το (σε πολλές περιπτώσεις τσουχτερό) εισιτήριο είναι φόρος για την έλλειψη αυτής της κοινωνικής συνείδησης. Διότι, αν όλα αυτά τα χρόνια οι επισκέπτες φρόντιζαν να τις αφήνουν στοιχειωδώς καθαρές τις παραλίες, θα υπήρχε κοινωνική αντίδραση σε όποια σκέψη ιδιωτικοποίησής των (έστω διά της μακροχρόνιας ενοικίασής των). Τώρα ελάχιστοι αντιδρούν, διότι οι πολλοί θυμούνται την προηγούμενη δυσώδη κατάσταση.
Αυτό είναι ίσως το θεμελιώδες λάθος στη σκέψη της Αριστεράς σε σχέση με την υλική ιδιοκτησία. Πιστεύει, σχεδόν μεταφυσικά, ότι καθένας θα πράξει το καλύτερο για τα κοινόκτητα. Οτι όλοι θα λειτουργήσουν σύμφωνα με το παλιό ρητό «καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του, καθένας σύμφωνα με τις δυνατότητές του». Μόνο που αυτό ήταν πολύ καλό και ρομαντικό για να είναι αληθινό. Αποδείχθηκε ιστορικά ότι ο θεσμός της ιδιοκτησίας είναι ο καλύτερος τρόπος διαχείρισης των υλικών πραγμάτων. Αυτό για το οποίο συλλογικά αδιαφορούμε (στην καλύτερη των περιπτώσεων, γιατί πολλές φορές το καταστρέφουμε), ατομικά το προσέχουμε όταν το θεωρούμε δικό μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ακτές. Οι ιδιώτες που τις εκμεταλλεύονται θα τις προσέξουν περισσότερο από το κράτος ή τους δήμους που τις αφήνουν στο έλεος των δωρεάν λουόμενων. Γιατί ξέρουν ότι μόνο έτσι θα αποδώσει η επένδυσή τους. Μόνο σε καθαρές παραλίες θα επιστρέψουν οι πελάτες των.
Φυσικά η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων δεν είναι η πλέον ενδεδειγμένη λύση στα προβλήματα που ανακύπτουν από την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης. Οσο όμως υπάρχουν αυτά τα προβλήματα τα επιχειρήματα υπέρ των δημοσίων χώρων εξασθενούν. Αν δεν απαντηθεί πειστικά το παραπάνω ζήτημα, θα πρέπει να περιμένουμε και άλλες ιδιωτικοποιήσεις, πολύτιμων για το κοινωνικό σύνολο χώρων. Και το χειρότερο: δεν θα ξέρει κανείς τι να πει, πέρα από το να ξεφωνίζει κενά περιεχομένου συνθήματα.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 27.7.2006