Οι κρατικές επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, κοιτώντας δηλαδή μόνο τον ισολογισμό τους, και το κράτος με κοινωνικά κριτήρια μέσω του προϋπολογισμού του.
Είχε μια απορία παλιότερα ο συγγραφέας κ. Νίκος Δήμου. Όλες οι επιχειρήσεις του κόσμου -μικρές ή μεγάλες, παραγωγής υπηρεσιών ή υλικών αγαθών- χαίρονται να έχουν καλούς πελάτες. Συνήθως, εκτός από τεμενάδες, τους κάνουν και καλές εκπτώσεις. Σ’ οποιοδήποτε μαγαζί κι αν μπει κανείς, ο μαγαζάτορας πρώτα ρωτά την ποσότητα που θα αγοράσουμε και μετά ανακοινώνει την τιμή. Αν η αγορά είναι μεγάλη, η τιμή γίνεται μικρή.
Όλα αυτά ισχύουν παντού, πλην των Δημοσίων Επιχειρήσεων. Αυτές νυν και αεί τιμωρούν τους καλούς πελάτες. Όσο περισσότερο θέλει να αγοράσει κανείς, τόσο του αυξάνουν την τιμή. Όπως καλή ώρα η ΔΕΗ, με τα νέα τιμολόγια που ανακοίνωσε προχθές. Έτσι, αν κάποιο νοικοκυριό καίει μέχρι 800 κιλοβατώρες, η τιμή (συνυπολογιζόμενου του πληθωρισμού) πιθανόν και να μειωθεί. Αν καίει πάνω από 4.400 Kwh τότε η αύξηση είναι 6,5%.
Αυτή η ρύθμιση μπορεί να είναι χριστιανική, μπορεί να είναι σοσιαλιστική, μπορεί να είναι οικολογική, μπορεί να είναι κοινωνικά ευαίσθητη, δεν είναι όμως για την επιχείρηση οικονομικά ορθολογική. Διότι δουλειά της ΔΕΗ δεν είναι να παράγει κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό αποτελεί χρέος του κράτους, το οποίο μπορεί να το κάνει διά του προϋπολογισμού του. Δουλειά της επιχείρησης είναι να πουλά όσο το δυνατόν περισσότερες κιλοβατώρες και να έχει όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη.
Κάποιοι μπορεί να μην κατανοούν τη διαφορά του κράτους και μιας κρατικής (στην πλειοψηφία των μετοχών) εταιρείας. «Τι να τα δίνει ο κ. Αλογοσκούφης, τι να τα δίνει ο κ. Σιούφας;», μπορεί να αναρωτηθούν. Κι όμως! Υπάρχει μεγάλη διαφορά, ακόμη κι αν ξεχάσουμε τους ιδιώτες μετόχους της εταιρείας -οι οποίοι φυσικά μη έχοντας καμιά διάθεση να κάνουν κοινωνική πολιτική μπορεί να πάψουν να είναι μέτοχοι.
Τα οικονομικά στοιχεία εν γένει είναι ένας μηχανισμός πληροφόρησης. Αν μια εταιρεία παρουσιάζει κέρδη σημαίνει ότι αυτό που παράγει είναι αποδεκτό από τους καταναλωτές. Αν, αντιθέτως, παρουσιάζει ζημιές μπορεί να σημαίνει ότι το προϊόν της είτε είναι πολύ ακριβό είτε είναι πολύ κακό. Ο ισολογισμός μιας εταιρείας δίνει κάποιο μήνυμα στους μετόχους και τους διοικούντες ότι κάτι πρέπει να αλλάξουν. Μπορεί να πρέπει να κάνουν καλύτερο ή φθηνότερο το προϊόν. Μπορεί να πρέπει να αλλάξουν μεθόδους παραγωγής ή διανομής. Μπορεί χίλια δυο…
Τα οικονομικά στοιχεία της εταιρείας είναι μπούσουλας για τις επόμενες κινήσεις της.
Η πληροφόρηση αυτή νοθεύεται όταν σε μια εταιρεία προστίθενται πέραν των οικονομικών της αποτελεσμάτων, υποχρεώσεις. Είτε «εθνικές» είτε «κοινωνικές». Για παράδειγμα: κανείς δεν ξέρει τι ποσοστό από τις σωρευμένες ζημιές τρισεκατομμυρίων της «Ολυμπιακής» οφείλονται στην κακή διαχείριση της εταιρείας και τι ποσοστό αναλογεί στο γεγονός ότι παρήγαγε «εθνικό έργο» συνδέοντας τα απόμακρα νησιά του Αιγαίου. Έτσι όμως πολλοί εντός της εταιρείας φορτώνουν τα πάντα στο έτσι κι αλλιώς απροσδιόριστο «εθνικό έργο» και δεν φροντίζουν ούτε οικονομίες να κάνουν ούτε καλύτερες υπηρεσίες να προσφέρουν. Δεν στύβουν το κεφάλι τους για να βρουν νέους τρόπους παραγωγής, δεν προσπαθούν να γίνουν φιλικότεροι στους πελάτες. Γενικώς, δεν κάνουν τίποτε απ’ όσα κάνουν οι ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων τους. Έτσι ελέω ενός απροσδιόριστου και οικονομικά ανεκτίμητου «εθνικού ή κοινωνικού έργου» απαξιώνουν την εταιρεία, δηλαδή την κοινή μας περιουσία.
Πιο λογικό λοιπόν θα ήταν να αποδοθούν τα των ΔΕΚΟ στις ΔΕΚΟ και τα του κράτους στο κράτος. Οι κρατικές επιχειρήσεις πρέπει να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια (να κοιτούν δηλαδή μόνο τον ισολογισμό τους) και το κράτος με κοινωνικά κριτήρια διά του προϋπολογισμού του. Έτσι θα ξέρουμε τι πληρώνουμε εμείς οι φορολογούμενοι και τι παράγουν οι ΔΕΚΟ. Διότι στο συμπούρμπουλο -όπου όλοι παράγουν κοινωνικό έργο και κανείς δεν φροντίζει για την οικονομική αποτελεσματικότητα- πολλοί λύκοι χαίρονται…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 24.8.2005