«Τα μισά λεφτά που ξοδεύω για τη διαφήμιση είναι σπατάλη», είχε πει ένας Αγγλος βιομήχανος. «Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω ποια μισά είναι αυτά». Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα έξοδα του Δημοσίου.
«Χαράτσι» βάφτισαν πολλές εφημερίδες την επιπλέον εισφορά του ενός ευρώ υπέρ της κρατικής τηλεόρασης. Πιθανώς να έχουν δίκιο, αλλά πάλι δεν είναι οι ίδιες εφημερίδες που ζητούν περισσότερο κράτος διά πάσαν νόσον; Δεν είναι οι ίδιες εφημερίδες, οι οποίες, αντανακλώντας την κοινή γνώμη, κάθε λίγο και λιγάκι αναρωτιούνται «τι κάνει η Πολιτεία;». Δεν είναι οι ίδιες εφημερίδες που -δικαίως από μια άποψη- ελεεινολογούν την ιδιωτική (αλλά και τζάμπα) τηλεόραση και θέλουν μια πιο ισχυρή κρατική;
Κακά τα ψέματα. Είτε ο κρατικός είτε ο ιδιωτικός τομέας κάνει κάτι, υπάρχει κόστος. Αυτό κάποιοι πρέπει να το πληρώσουν. Είτε οι φορολογούμενοι είτε οι καταναλωτές. Τα πλεονεκτήματα του ιδιωτικού τομέα είναι πολλά. Συνήθως παράγει φθηνότερα και καλύτερα προϊόντα. Σίγουρα παράγει προϊόντα που θέλουν οι καταναλωτές. Το άλλο θετικό είναι ότι κάνει καλύτερη κατανομή του κόστους. Διά του μηχανισμού της αγοράς το κόστος επιβαρύνει μόνον εκείνους που καταναλώνουν το προϊόν και όχι το σύνολο του πληθυσμού, όπως γίνεται στα επιδοτούμενα από το κράτος προϊόντα. Κάποιες φορές, όμως, ο ιδιωτικός τομέας αδιαφορεί για προϊόντα τα οποία η κοινωνία μεν θεωρεί αναγκαία, αλλά δεν πληρώνει για να καταναλώσει. Ένα από αυτά είναι και τα πολιτιστικά προϊόντα. Ή και τα υψηλότερης στάθμης τηλεοπτικά προϊόντα, αυτά που κατά κοινή ομολογία η κρατική τηλεόραση παράγει.
Εκεί λοιπόν αρχίζει ο προβληματισμός. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή κρατική τηλεόραση που θα παράγει ακριβό και λιγότερο δημοφιλές πρόγραμμα; Πιθανότατα, αλλά το πρόβλημα είναι πως οι πλέον διαπρύσιοι κήρυκες αυτής της άποψης είναι και οι μεγαλύτεροι γκρινιάρηδες όταν καλούνται να πληρώσουν. Εκτός αυτού, είναι οι πλέον φωνακλάδες όταν ο κρατικός τομέας προσπαθεί να εξορθολογίσει τα έξοδά του. Ποιοι νομίζετε ότι θα ουρλιάξουν περισσότερο αν η ΕΡΤ αποφασίσει να περικόψει το υπερπλεονάζον προσωπικό της; Μα, οι ίδιοι που σήμερα φωνασκούν «χαράτσι»! Ποιος καταγγέλλει «νεοφιλελεύθερες πρακτικές» οποτεδήποτε υπάρχει σύμπραξη ιδιωτικού και κρατικού τομέα -ως μια προσπάθεια να συγκεραστούν τα ευεργετήματα (σε ό,τι αφορά τους στόχους) του πρώτου με τα πλεονεκτήματα (σε ό,τι αφορά τη μείωση του κόστους) του δεύτερου; Η Αριστερά και η Πρόοδος…
Επειδή ο σκύλος δεν χορταίνει χωρίς την πίτα, η «Πρόοδος» πρέπει να αποφασίσει. Περισσότερο κράτος σημαίνει περισσότερη φορολογία. Σημαίνει ταυτόχρονα και περισσότερες σπατάλες. Κι εδώ, δυστυχώς, ισχύει ό,τι και για τη διαφήμιση. «Τα μισά λεφτά που ξοδεύω για τη διαφήμιση είναι σπατάλη» είχε πει ένας Αγγλος βιομήχανος. «Το πρόβλημα είναι πως δεν ξέρω ποια μισά είναι αυτά». Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τους δημόσιους φορείς. Κάποιος θεωρεί σπατάλη να υπάρχουν 2.500 εργαζόμενοι στην ΕΡΤ και κάποιος μπορεί να το θεωρεί αναγκαία συνθήκη για την παραγωγή ποιοτικότερου προγράμματος. Κάποιοι μπορεί να θεωρούν περιττή σπατάλη την ύπαρξη των τοπικών ραδιοσταθμών της ΕΡΑ και κάποιοι τους βάφτισαν αναγκαίους για την επίτευξη περιφερειακών στόχων της χώρας.
Γενικώς, πάντως, επειδή θέλουμε το κράτος να επιτυγχάνει κάποιους ποιοτικούς στόχους (που είναι ανεκτίμητοι οικονομικά) πρέπει να περιμένουμε σπατάλες και το χειρότερο: δεν θα μάθουμε ποτέ ποιες μισές αυτές σπατάλες είναι αναγκαίες. Διαισθητικά και χοντρικά μόνον μπορούμε να κρίνουμε.
Αυτό, όμως, που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι, αφενός να ζητούμε περισσότερο κράτος κι, αφετέρου, να γκρινιάζουμε για τους επιπλέον φόρους. Αυτά τα δύο πάνε πακέτο…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 25.8.2005