Μεταξύ του «όπλου της κριτικής» και της κριτικής των όπλων υπάρχει τεράστιο χάσμα. Εχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές, με φυσική βία και με την ουσία της Δημοκρατίας.
Ενα από τα ιδεολογήματα με τα οποία ανατράφηκε η σύγχρονη τρομοκρατία βασίστηκε στη γνωστή ρήση του Κάρολου Μαρξ που λέει ότι «το όπλο της κριτικής δεν υποκαθιστά την κριτική των όπλων». Αυτό παρερμηνεύτηκε τόσο, ώστε να το χρησιμοποιούν διάφοροι κουμπουροφόροι για να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες ή άλλες αποτρόπαιες πράξεις. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι κ. Βουλγαράκης και Ρουσόπουλος αντέστρεψαν τη ρήση, υπονοώντας ότι το «όπλο της κριτικής» είναι λίπασμα για την «κριτική των όπλων». Συνέδεσαν τη βομβιστική επίθεση κατά του υπουργού Πολιτισμού με τη σφοδρή κριτική που δέχθηκε για τους χειρισμούς του σε κρίσιμα θέματα ως υπουργός Δημόσιας Τάξης.
Δεν πρωτοτύπησαν. Κατά καιρούς πολλοί ενοχοποιούν τον λόγο κάποιων με βάση τις πράξεις κάποιων άλλων. Το έκανε στο παρελθόν ο κ. Γιώργος Πέτσος (θύμα βομβιστικής επίθεσης και αυτός). Το υπονόησε και ο κ. Χρήστος Πολυζωγόπουλος εναντίον του οποίου χειροδίκησαν προ μηνών κάποιοι «γνωστοί-άγνωστοι» στο κέντρο της Αθήνας. Αλλά η κριτική δεν «στοχοποιείται» μόνο με αφορμή κάποιες τρομοκρατικές επιθέσεις. Είναι πολλοί αυτοί που ψιθυρίζουν ότι κάποια πράγματα δεν πρέπει να λέγονται δημόσια γιατί θα χρησιμοποιηθούν από τρίτους για «κακούς σκοπούς». Ετσι τα εθνικά θέματα (ή όποια θέματα βαφτίζονται «εθνικά») λιμνάζουν στη σιωπή, διότι «μπορεί να τα μάθουν οι εχθροί». Θρησκευτικά θέματα «δεν πρέπει να κουβεντιάζονται γιατί κάποιοι θα αλλοιώσουν το φρόνημα του λαού». Δεν είναι καν σίγουρο ότι πρέπει να μιλάμε για την κατάσταση της «Ολυμπιακής» διότι κάποια στιγμή, κάποιος αγανακτισμένος επιβάτης, μπορεί να προπηλακίσει κάποιον εργαζόμενο.
Η ενοχοποίηση του λόγου για τις πράξεις τρίτων είναι κοινή πρακτική στην Ελλάδα. Ισως επειδή δεν κατανοούμε τον τρόπο που ο λόγος επενεργεί στην κοινωνία. Η κοινή πεποίθησή μας είναι ότι «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Η αντίστοιχη παροιμία στις πιο φιλελεύθερες αγγλοσαξωνικές χώρες είναι: «sticks and stones can break my bones but words can not hurt me» («Τα ξύλα και οι πέτρες μπορούν να σπάσουν τα κόκαλά μου, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν»). Η απόσταση μεταξύ των δύο αντιλήψεων είναι εμφανής και ίσως γι’ αυτό διαφοροποιείται η αντίδραση στην κριτική.
Η αλήθεια είναι πως όπου κι αν ζει κανείς δεν καλοδέχεται την κριτική. Αλλά μόνο εδώ δημιουργήθηκε το επιχείρημα ότι η κριτική σε κάποιον μπορεί να τον μετατρέψει σε θύμα τρομοκρατών. Από την άλλη, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Δύσης στην οποία ο λόγος αντιμετωπίζεται με τόσο πλούσιο και τόσο δαιδαλώδες νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο κατ’ ουσίαν λογοκρίνει και μάλιστα είναι νομιμοποιημένο στη συνείδηση του κόσμου.
Εχουμε την αυστηρότερη νομοθεσία για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ταυτόχρονα την πιο ασύδοτη αγορά. Το αστείο είναι πως και τα δύο είναι προϊόν του φόβου για τις επιπτώσεις του λόγου: Οι πολιτικοί φτιάχνουν διαρκώς νόμους για να περιορίσουν την κριτική των ΜΜΕ και από την άλλη τα φοβούνται τόσο πολύ ώστε οι νόμοι μένουν ανεφάρμοστοι. Εχουμε τη μοναδική πρωτοτυπία ενός Συντάγματος που προστατεύει την ελευθερία του λόγου με 12 λέξεις και την περιορίζει με 560 λέξεις(!) ? με εννιά άρθρα εκ των οποίων όλα σχεδόν είναι ανεφάρμοστα. Εχουμε ένα δρακόντειο πλέγμα νόμων, (προβλέπει μηνύσεις, αγωγές, απαγορεύσεις φωτογράφησης κατηγορουμένων κ.λπ.) το οποίο εφαρμόζεται μόνο επιλεκτικά και ανάλογα με την ισχύ κάθε Μέσου.
Αυτή η στρεβλή πεποίθηση για την ισχύ του λόγου έχει επιπτώσεις και σε πολιτικό επίπεδο. Μόνο στην Ελλάδα πιστεύουμε ότι τα ΜΜΕ κυβερνούν. Μόνο εδώ θα μπορούσε να εκστομισθεί το «ή με κάνεις υπουργό ή βγάζω εφημερίδα» και μόνο εδώ θα μπορούσε να υπονοηθεί το «ή μου δίνεις το έργο ή χρησιμοποιώ την εφημερίδα». Είναι η βαθιά πίστη πως «η γλώσσα κόκαλα τσακίζει» που δημιουργεί ευκαιρίες για τη διαπλοκή.
Τα παραπάνω δεν υπονοούν ότι ο λόγος είναι ανίσχυρος ή ότι η κριτική είναι πάντα αθώα (προθέσεων, ουχί αποτελεσμάτων). Απλώς δεν έχει την ευθεία επιρροή που πολλοί φαντάζονται ή προπαγανδίζουν ότι έχει. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επενεργούν με πολλούς τρόπους στην κοινωνία, αλλά ο λόγος με την πραγματικότητα δεν έχει απόλυτη σχέση αιτίου-αιτιατού. Δηλαδή ακόμη κι αν κάποιος έγραφε «βάλτε βόμβα στον Βουλγαράκη» θα ήταν ένοχος βλακείας και όχι για την επίθεση στην οδό «Δοξαπατρή».
Μεταξύ του «όπλου της κριτικής» και της κριτικής των όπλων υπάρχει τεράστιο χάσμα. Εχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές, με φυσική βία και με την ουσία της Δημοκρατίας. Αυτή τη διαφορά προσπαθούμε να τη διδάξουμε έστω διά σωφρονισμού στους τρομοκράτες. Πρέπει όμως πρώτα να την εμπεδώσουν οι πολιτικοί…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.6.2006