Οι συνδικαλιστικοί φορείς όσων ασχολούνται με την ενημέρωση πρέπει να συγκεντρώσουν και να κωδικοποιήσουν τις νομοθεσίες περί Τύπου και δημοσιότητας. Έρχεται αναθεώρηση του Συντάγματος και τουλάχιστον το σώμα των δημοσιογράφων οφείλει να είναι έτοιμο να καταθέσει προτάσεις.
Η ελληνική κοινωνία στάθηκε πάντα φοβική απέναντι στην ελευθερία του λόγου. Σε όλα τα ζητήματα. Και στα εθνικά ζητήματα (πάντα η αντίθετη στην πλειοψηφούσα άποψη θεωρήθηκε ότι προέρχεται από μίσθαρνα όργανα ξένων) και στα θρησκευτικά ζητήματα (υπάρχει μέχρι και συνταγματική διάταξη για την προσβολή των «κρατουσών θρησκειών»), σε κοινωνικά (πολλοί κατηγορήθηκαν και κάποιοι καταδικάστηκαν ότι «προπαγανδίζουν» την ομοφυλοφιλία, τα ναρκωτικά, το σεξ κ.λπ.) και φυσικά σε πολιτικά ζητήματα.
Πρέπει να είμαστε η μόνη δημοκρατική χώρα που έχει τόσο ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο για τα ζητήματα του Τύπου -τόσο ασφυκτικό που δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνον επιλεκτικά. Για παράδειγμα: ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Φίλιππος Πετσάλνικος έχει περάσει ένα νόμο που απαγορεύει τη φωτογράφηση ή τη βιντεοσκόπηση κατηγορουμένων. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, κανείς δεν έπρεπε να ξέρει πώς μοιάζει π.χ. η κ. Ελένη Βουλγάνη, που επεχείρησε να δωροδοκήσει το συνεργάτη του κ. Γεράσιμου Γιακουμάτου. Κι όμως! Όλα τα κανάλια ήταν έξω από το σπίτι της. Καλώς έγινε, διότι ειδικά σε τέτοιες περιπτώσεις, αν δηλαδή δεν βλέπαμε την κατηγορούμενη κάποιοι θα πίστευαν ότι είναι φανταστικό πρόσωπο, που εφηύρε ο υφυπουργός Απασχόλησης. Το ζήτημα όμως παραμένει: Υπάρχει ένας ανόητος νόμος, ένας ανεφάρμοστος νόμος, ο οποίος όμως είναι βόμβα στα θεμέλια της ελευθερολογίας.
Κάποια στιγμή, κάποιος μπορεί να τον χρησιμοποιήσει για να φιμώσει ένα συγκεκριμένο Μέσο που τον ενοχλεί.
Ο φόβος της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον λόγο αποτυπώνεται γλαφυρά με μια παροιμία: «Η γλώσσα κοκάλα δεν έχει και κοκάλα τσακίζει». Είναι αστείο, αλλά η αντίστοιχη παροιμία στις πιο φιλελεύθερες αγγλοσαξονικές χώρες είναι: «sticks and stones can break my bones but words can not hurt me» («Τα ξύλα και οι πέτρες μπορούν να σπάσουν τα κόκαλά μου, αλλά οι λέξεις δεν μπορούν να με πειράξουν»). Η διαφορά αντίληψης πάνω στην επίδραση του λόγου είναι εμφανής, και γι’ αυτό παρατηρείται αυτή η διαφορά στη νομική αντιμετώπιση του λόγου που ενοχλεί.
Πάνω σ’ αυτόν τον υπαρκτό φόβο της ελληνικής κοινωνίας οι πολιτικές ελίτ έχουν χτίσει ένα δρακόντειο πλέγμα νόμων, για την προστασία του πολίτη υποτίθεται, ενώ στην ουσία είναι για τη δική τους βολή. Έχουν, επίσης, χτίσει ένα πλέγμα συνενοχών και συμμαχιών που εξασφαλίζει πως τίποτε δεν θα διαταραχθεί. Ζούμε στη μοναδική χώρα του κόσμου όπου τα κανάλια λειτουργούν χωρίς άδεια, χρησιμοποιούν δημόσια περιουσία χωρίς να πληρώνουν, όπου καθείς μπορεί να στήσει μια κεραία στο βουνό και να καλεί υπουργούς στο πάρτι αποφυλάκισής του.
Έτσι, η Ελλάς ζει τον εξής τραγέλαφο. Έχει το ισχυρότερο και πιο πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο για τη ρύθμιση των Μέσων και ταυτόχρονα πλήρη ασυδοσία. Ίσως επειδή το νομοθετικό πλαίσιο είναι τόσο ανόητα δαιδαλώδες και αυστηρό, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζεται. Τα μεγάλα ψάρια λειτουργούν απελεύθερα, καταστρατηγούν κάθε νόμο και δεοντολογική επιταγή, σπιλώνουν υπολήψεις κ.λπ. χωρίς να λογοδοτούν, ενώ μικρές επιχειρήσεις ή οι λιγότερο επώνυμοι δημοσιογράφοι -πιο ζωντανοί, πιο καθαροί- αυτολογοκρίνονται συνεχώς εξαιτίας του φόβου των αγωγών.
Πρέπει κάποια στιγμή οι συνδικαλιστικοί φορείς όσων ασχολούνται με την ενημέρωση να συγκεντρώσουν και να κωδικοποιήσουν τις νομοθεσίες περί Τύπου και δημοσιότητας. Έρχεται αναθεώρηση του Συντάγματος και τουλάχιστον το σώμα των δημοσιογράφων οφείλει να είναι έτοιμο να καταθέσει προτάσεις με στόχο την εδραίωση της ελευθερολογίας.
Εάν δούμε όλο μαζί το corpus του νόμου, καταρχήν θα γελάσουμε και μετά πρέπει να κλάψουμε. Από το άρθρο 14 του Συντάγματος μέχρι τον Αστικό Κώδικα, οι απαγορεύσεις είναι τόσο πολλές που αν εφαρμόζονταν κανείς δεν θα έπρεπε να μιλάει ή να γράφει για κανένα θέμα, εκτός αν πρόκειται για τον καιρό. Αλλά και γι’ αυτό το θέμα θα πρέπει να διατυπώνεται η άποψη με προσοχή, διότι κατά πολλούς ο καιρός ανήκει στα έργα του Θεού. Έτσι, οποιαδήποτε αναφορά στα έργα του Θεού μπορεί να θεωρηθεί «προσβολή κρατούσας θρησκείας», η οποία κατά το Σύνταγμά μας επιφέρει μέχρι και κατάσχεση εφημερίδων…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27.11.2005