Η ιδέα ήταν απλή, φθηνή και κερδοφόρα (το τρίπτυχο που λατρεύει η ελληνική τηλεόραση). Την εγκαινίασε πρώτα η κ. Σεμίνα Διγενή από το κρατικό κανάλι και ένα χρόνο μετά υιοθετήθηκε από όλα, σχεδόν, τα ιδιωτικά κανάλια. Μια παρέα διασήμων μαζεύεται στο τηλεοπτικό πλατό, χορεύει και γελά για εκείνους που δεν μπορούν να διασκεδάσουν κάποιο βράδυ του Σαββατοκύριακου. Αυτού του τύπου οι εκπομπές, που έγιναν πλέον σταθερό σημείο αναφοράς της ελληνικής τηλεόρασης, είναι η καλύτερη επιβεβαίωση του αφορισμού που διατύπωσε κάποτε ο Αμερικανός ηθοποιός Φρεντ Άλεν: «Η τηλεόραση είναι μια εφεύρεση που επιτρέπει σε ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε να κάνουν να παρακολουθούν ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε να πουν». Έτσι και σ’ αυτά τα σόου υπάρχουν πάντα μερικές καλλίγραμμες κοπελίτσες που λικνίζονται ερωτικά στους ήχους κάποιου ανατολίτικου αμανέ (ο οποίος περιέργως έχει μετεγγραφεί στην νεοελληνική παράδοση) και χαιρετούν πάντα στο κενό…
Κάποιοι αναρωτιούνται εάν αυτού του τύπου οι εκπομπές έχουν πλέον καμιά σύνδεση με την παράδοση, αν αντικατοπτρίζουν κατ’ ελάχιστον τον ελληνικό πολιτισμό. Η απάντηση είναι «όχι», αλλά πάλι σάμπως ολόκληρο το τηλεοπτικό προϊόν δεν έχει πάρει διαζύγιο από την ελληνική πραγματικότητα;
Αν κάποιος δεν είχε άλλη σχέση με την Ελλάδα, παρά μόνον μέσω της τηλεόρασης, θα πίστευε ότι οι κάτοικοί αυτής της χώρας πεινάνε (με τόση ακρίβεια που έχουμε δει στα κανάλια είναι απορίας άξιον πώς έρχονται στην Ελλάδα αλυσίδες καταναλωτικών ειδών και επενδύουν), ότι η χώρα έχει βουλιάξει ίσα με πέντε φορές τον τελευταίο μήνα, ότι τα πάντα χάνονται καθημερινά και την επόμενη αναγεννώνται το πρωί για να χαθούν το βράδυ (7-9 μ.μ. που προβάλλονται τα δελτία ειδήσεων). Με ποια λογική, λοιπόν, θα έπρεπε να περιμένουμε αντικατοπτρισμό της δημιουργικής Ελλάδος από τις εκπομπές τύπου «Ω, ρε γλέντια»;
Όσοι θυμούνται το άρθρο 15 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», καλό είναι να το ξεχάσουν. Καλό είναι να ξεχάσουν οποιαδήποτε σχέση της τηλεόρασης με τον πολιτισμό, εκτός εκείνης που σαρκαστικά διατύπωσε ο Γκράουτσο Μαρξ: «Η τηλεόραση είναι πολύ επιμορφωτικό μέσο. Όταν κάποιος την ανοίγει, εγώ πάω στο διπλανό δωμάτιο και ανοίγω ένα βιβλίο».
Αποδείχθηκε διεθνώς (και στην Ελλάδα ταχύτατα) ότι σπανίζουν οι συναντήσεις του πολιτισμού με την ακριβή για την παραγωγή ιδιωτική τηλεόραση. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της τελευταίας, ισχύει αυτό που αποκαλείται «νόμος του Γκρίσαμ» (αλλά κατ’ ουσίαν έχει διατυπωθεί πολλάκις στην αρχαιοελληνική γραμματεία): «Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό». Έτσι και με τον ανταγωνισμό στην ιδιωτική τηλεόραση: «Το κακό περιεχόμενο διώχνει το καλό» και συνολικά η ποιότητα του προγράμματος πέφτει. Η μοναδική διαφορά της Ελλάδος με το εξωτερικό είναι ότι στη δική μας περίπτωση αυτό έγινε ταχύτατα (η ιδιωτική τηλεόραση έχει ζωή μόλις 15 χρόνων), ενώ στο εξωτερικό διολίσθησε πιο αργά.
Μοναδική διέξοδος για να υπάρξει ποιοτική τηλεόραση είναι η ενίσχυση της δημόσιας. Μπορεί, όπως όλος ο δημόσιος τομέας, να κουβαλάει διάφορα αμαρτήματα (σπατάλες, αναξιοκρατία κ.λπ.), αλλά είδαμε ότι τουλάχιστον στο εξωτερικό κράτησε ένα αξιοζήλευτο επίπεδο. Ας ελπίσουμε ότι με τον καιρό και η δική μας ΕΡΤ θα ανταποκριθεί στο ρόλο της…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 27.11.2005