Δυστυχώς για το οικονομικό επιτελείο και για τη χώρα το δάκρυ που χύθηκε στα πρωινάδικα δεν παράγει άμεσα πλούτο για να φορολογηθεί.
Αν απώτερος στόχος του νομοσχεδίου για την «Ενίσχυση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Εισφορά Κοινωνικής Ευθύνης» που εισηγείται ο υπουργός Οικονομικών ήταν να συμβάλει στην αναθέρμανση της αγοράς, μπορούμε να πούμε ότι ο στόχος εν μέρει επιτεύχθηκε. Τα SMS που έστειλαν χιλιάδες πολίτες στις ειδικές ραδιοφωνικές εκπομπές με ερωτήματα του στυλ «είμαι εργαζόμενος με τέσσερα παιδιά και πληρώνω διατροφή, δικαιούμαι κάτι;». Επειδή δε αυτά τα SMS είναι πληρωμένα, οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας πρέπει να είχαν τζίρο ανάλογο εκείνων που κάνουν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Τα χρήματα που θα διοχετεύσουν στην αγορά θα δημιουργήσουν ενεργό ζήτηση, θα πάει η αγορά καλά και θα ζήσουν οι δικαιούχοι του επιδόματος καλύτερα.
Δυστυχώς, όμως, για το οικονομικό επιτελείο και για τη χώρα το δάκρυ που χύθηκε στα πρωινάδικα δεν παράγει άμεσα πλούτο για να φορολογηθεί. Εκεί ως γνωστόν συχνάζουν οι πλούσιοι που διαρκώς ανησυχούν για τη φτώχεια των άλλων. Είναι οι τηλεπαρουσιαστές που κλαίνε για τη «σύνταξη του παππούλη», το «μεροκάματο του εργατάκου», το «επίδομα της γιαγιάκας» και οι οποίοι διέκριναν αμέσως την αδικία του συστήματος. Δεν ήταν δύσκολο· υπήρχε το προηγούμενο του ΕΚΑΣ. Η «αδικία» έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχει ένα κατώφλι πάνω από το οποίο κάποιοι δεν δικαιούνται επίδομα. Σ’ αυτό μπορούν να αναπτυχθούν πάσης φύσεως συνδυασμοί και να αναλωθεί άπλετος τηλεοπτικός χρόνος.
Ετσι, είναι «αδικία» αν κάποιος έχει 14.100 ευρώ ετήσιο εισόδημα, όταν το όριο είναι στις 14.000. Μπορεί να θεωρηθεί «αδικία» αυτό που έγραψε κάποιος στην ηλεκτρονική σελίδα του υπουργείου όπου γίνεται η ηλεκτρονική διαβούλευση: «Πληρώ το κριτήριο του ατομικού εισοδήματος, το οικογενειακό μας είναι στα 22.000 ευρώ περίπου. Πληρώνουμε, όμως, στεγαστικό δάνειο, σε ετήσια βάση, 10.800 ευρώ. Δεν θα έπρεπε να ληφθεί αυτό υπόψη πριν οριστεί το όριο;».
Φυσικά, κάθε νομοσχέδιο απέχει πολύ από την τελειότητα και δεν πρόκειται να την αγγίξει ποτέ. Γι’ αυτό εφευρέθηκε ο θεσμός της ηλεκτρονικής διαβούλευσης, η οποία μάλιστα ξεκίνησε πολύ καλά: εκατοντάδες σχόλια πολιτών έχουν αναρτηθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση του υπουργείου Οικονομικών. Είναι χρήσιμη διαδικασία. Κανένα επιτελείο δεν μπορεί να σκεφθεί τις πολλές παραμέτρους της πραγματικότητας που πρέπει να ρυθμίσει ένα νομοσχέδιο. Η ηλεκτρονική διαβούλευση μπορεί να έχει ένα wikipedia-effect. Θα διορθώσει λάθη, παραλείψεις ή αρνητικά των νομοσχεδίων. Δεν θα τα κάνει τέλεια, αλλά θα τα κάνει καλύτερα. Πέρα από όλα αυτά, η κρίση για το δίκαιο ή άδικο των επιδομάτων γίνεται κοιτώντας μόνο τη μία πλευρά του ισολογισμού και γι’ αυτό μπορεί να γίνει αέναη, μια διαρκής κολοκυθιά: «γιατί να είναι 14.000;», «αμ, πόσο να είναι;», «να είναι 14.500», «και γιατί να είναι 14.500;» κ. ο. κ.
Η συζήτηση όμως αλλάζει αν στην επιχειρηματολογία μπει και το παθητικό. Αν δηλαδή μαζί με την ενίσχυση ανακοινώνονταν τα ισόποσα μέτρα μείωσης της κρατικής σπατάλης, αυτής που κάποιοι ευφημίζουν ως «κοινωνικό κράτος» (σ. σ.: κάθε σπατάλη κάποια καλή «κοινωνική» δικαιολογία έχει). Τότε θα είχαμε ένα καλό μέτρο της ευαισθησίας που διαλαλούν κάποιοι από τους τηλεοπτικούς διαύλους και τα ερτζιανά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 5.11.2009