Τρία προβλήματα δεοντολογίας που πρέπει να λύσουμε στο άμεσο μέλλον.
Πολλοί αναρωτιούνται συνεχώς «τι μπορούν να κάνουν οι δημοσιογράφοι για χάρη της ειρήνης και της καλής γειτονίας των λαών». Η απάντηση είναι απλή: τίποτε πέρα από την δουλειά τους. Και η δουλειά τους είναι απλή.
Το πρώτο καθήκον ημών των δημοσιογράφων -όχι στο μέλλον, αλλά άμεσα- είναι να ανακαλύψουμε εκ νέου την έννοια της «αλήθειας». Να ξαναθυμηθούμε εκείνες τις παλιές δημοσιογραφικές συνταγές που θέλουν την είδηση να διασταυρώνεται, που θέλουν τα επίθετα (δηλαδή τον υποκειμενισμό) να λείπουν από το ρεπορτάζ, που θέλουν τους δημοσιογράφους αδέκαστους παρατηρητές. Εδώ σ’ αυτή την περιοχή εμείς οι δημοσιογράφοι πρέπει να κατακτήσουμε τον ρόλο μας, ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο από την μεταφορά της αλήθειας από τον τόπο του γεγονότος στο κοινό μας.
Χρησιμοποιώ την λέξη «κατακτήσουμε» διότι η απλή δημοσιογραφία και στις δύο χώρες δεν αυτονόητη. Ούτε στις εξουσίες των χωρών ούτε στους κατοίκους της. Έχουμε εθίσει τις χώρες μας στην εθνικώς ορθή δημοσιογραφία. Τις κυβερνήσεις στο «εθνικώς ορθό ρεπορτάζ» και τους πολίτες στην «εθνικώς ορθή άποψη». Πρέπει να πείσουμε πολίτες και πολιτικούς ότι η αλήθεια χωρίς φτιασίδια και σκοπιμότητες είναι προς το συμφέρον του τόπου μας, διότι μόνο έτσι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι κοινωνίες μας θα είναι ορθολογικές.
Χρησιμότερη από την ερώτηση «τι μπορούν να κάνουν οι δημοσιογράφοι για να προωθήσουν την ειρήνη και την συναδέλφωση των λαών», είναι η ερώτηση «τι δεν πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι». Τελεία. Όχι για την ειρήνη, ούτε για τον πόλεμο. Αλλά για την δημοσιογραφία. Υπάρχουν λοιπόν τρεις θανάσιμες για την δημοσιογραφία πρακτικές που ακολουθούμε κατά κόρον τουλάχιστον εμείς οι Έλληνες δημοσιογράφοι και φαντάζομαι πολλοί Τούρκοι συνάδελφοι.
Η δημοσιογραφία της συγκίνησης.
Εδώ θα σας αφηγηθώ μια μικρή ιστορία της επόμενης μέρας από το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ.
Το σκηνικό: η πρώτη μετά το τρομοκρατικό χτύπημα εκπομπή «Political Incorrect», του David Letterman. Προσκεκλημένος ο παρουσιαστής ειδήσεων του CBS, Dan Rather. Μιλούν για την τρομοκρατική επίθεση και ξαφνικά ο ψυχρός Rather λύεται σε λυγμούς. «Ζητώ συγνώμη», ψιθυρίζει. «Είμαι επαγγελματίας. Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Πληρώνομαι για να μην το κάνω αυτό».
Η σε ζωντανή μετάδοση απολογία του Dan Rather είναι ίσως η ακραία έκφραση ενός μεγάλου διλήμματος που αντιμετώπισαν εκείνες τις μέρες οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, οι οποίοι προσπάθησαν να βρουν την διαχωριστική γραμμή μεταξύ πατριωτισμού και δημοσιογραφίας, μεταξύ των συναισθημάτων τους για την τραγωδία και της αντικειμενικότητας που πρέπει να έχουν στην κάλυψη των γεγονότων. Μπορεί να ακούγεται εξωπραγματικό (για τα ελληνικά ή/και τα τουρκικά δημοσιογραφικά πράγματα), αλλά την ώρα που στη Νέα Υόρκη μετρούσαν νεκρούς υπήρξε έντονη κριτική για εκείνους τους δημοσιογράφους που εμφανίσθηκαν στο γυαλί φορώντας στο πέτο την κορδέλα με τα εθνικά χρώματα των ΗΠΑ (κόκκινο, μπλε, άσπρο), ένα παναμερικανικό σύμβολο που προέκυψε μετά την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου. «Ο πατριωτισμός είναι σεβαστός», έγραψε η Joanne Ostrow τηλεκριτικός της εφημερίδας «Denver Post», «αλλά η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να μεταδίδουν τα νέα και όχι να ηγούνται παρελάσεων».
Εκείνες τις μέρες η βασική παρουσιάστρια του ABC Barbara Walters εμφανίσθηκε χωρίς σύμβολα στην εκπομπή της, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε σύγχυση στους τηλεθεατές της, οι οποίοι περιμένουν από αυτήν αντικειμενικότητα. Το ABC έβγαλε εγκύκλιο απαγόρευσης. «Ειδικά σε περιόδους εθνικής κρίσης», δήλωσε ο εκπρόσωπος του καναλιού, «η πλέον πατριωτική πράξη που οι δημοσιογράφοι μπορούν να κάνουν είναι να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικοί.»
Γιατί όμως η ελληνική δημοσιογραφία ρέπει προς την συγκίνηση, αντί στην ψυχραιμία, στα επίθετα αντί στα ουσιαστικά, στο θέαμα στην ουσία; Το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο είναι μέρος μόνο της απάντησης. Ένα άλλο κομμάτι της απάντησης είναι ότι οι έλληνες δημοσιογράφοι πιστεύουν πως δουλειά τους είναι να αλλάξουν τον κόσμο αντί να ενημερώνουν τους πελάτες τους. Μπαίνουν στα χαρακώματα κι αρχίζουν να πολεμούν. Σημαδεύοντας όμως την Τουρκία, πυροβολούν την δουλειά τους που είναι η έγκυρη ενημέρωση.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της απάντησης είναι ότι η «ψύχραιμη δημοσιογραφία» είναι ακριβή υπόθεση για τα ελληνικά μεγέθη. Χρειάζονται πολλές ανθρωποώρες για τη διασταύρωση ειδήσεων (άρα περισσότερους δημοσιογράφους), γνώσεις (άρα πιο εξειδικευμένους και συνεπώς πιο ακριβούς για τη λειτουργία των ΜΜΕ δημοσιογράφους), περισσότερα τεχνικά μέσα (πρόσβαση σε βιβλιοθήκες, ειδικά κέντρα αναλύσεων κ.λ.π.).
Δει δη χρημάτων, λοιπόν, και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων. Η εύκολη απάντηση είναι η «δημοσιογραφία της συγκίνησης». Είναι μάλιστα και βολική για τις προκαταλήψεις μας…
Το εθνικόν και το αληθές
Tι κάνει ένας δημοσιογράφος όταν έχει στα χέρια του κάποιες από τις αποκαλούμενες «εθνικά ευαίσθητες πληροφορίες»; Προέχει το καθήκον του να ενημερώσει το κοινό ή κάποια (ετεροπροσδιοριζόμενη και συχνά πολιτικά οριζόμενη) εθνική επιταγή; Στην Ελλάδα, αν και συχνά πιπιλίζουμε ότι «εθνικό είναι το αληθές», συνήθως βαφτίζουμε αληθές ότι κάποιοι στο Yπουργείο Eξωτερικών θέλουν να θεωρούν «εθνικόν». Έτσι, ανεξέλεγκτος κάθε «πληθωρικός» υπουργός Eξωτερικών μπορεί να κάνει ότι του καπνίσει χωρίς ποτέ να λογοδοτεί στον … κυρίαρχο, κατά τα άλλα, λαό.
Μια ακόμη ιστορία:
Oι New York Times, βρέθηκαν αρκετές φορές στο δίλημμα μεταξύ του ετεροπροσδιοριζόμενου «εθνικού συμφέροντος» και της αλήθειας. Την πρώτη φορά υπέκυψαν στις εκκλήσεις και τις συγκαλυμμένες απειλές του John F. Kennedy και δεν δημοσίευσαν τίποτε περί της επικείμενης απόβασης στον Κόλπο των Χοίρων στην Kούβα. Tα αποτελέσματα αυτής της επιχείρησης, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «ανεβάστε την δημοτικότητα του Προέδρου Kennedy», ήταν μια ταπεινωτική ήττα για τις HΠA και ο πρώην διευθυντής της εφημερίδας James “Scotty” Reston, έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι το «πνίξιμο αυτής της είδησης» ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην δημοσιογραφική του καριέρα.
Στις 9 Απριλίου (1998) οι New York Times είχαν ένα πρωτοσέλιδο δημοσίευμα που αποκάλυπτε τα σχέδια της κυβέρνησης Clinton να εξαπολύσει μια επιχείρηση για την σύλληψη του αιμοδιψούς αρχηγού των κόκκινων Xμερ, Πολ-Ποτ. Έξι μέρες αργότερα, οι σύντροφοί του (οι οποίοι είχαν σε κατ’ οίκον περιορισμό τον πρώην ηγέτη τους) ανακοίνωσαν τον θάνατό του, από «καρδιακή προσβολή». Αποτέφρωσαν το πτώμα του, χωρίς να επιτρέψουν αυτοψία ενισχύοντας τις υποψίες ότι δολοφονήθηκε για να μην αποκαλύψει ποιος, έκανε τι στην ματοβαμμένη περίοδο της διακυβέρνησής του στην Kαμπότζη. Tο Columbia Journalism Review αποκάλυψε ότι υπήρξαν παρεμβάσεις από υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους της κυβέρνησης Clinton για να «θαφτεί» το ρεπορτάζ. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Samuel R. Berger τηλεφώνησε μια μέρα πριν το δημοσίευμα στον Aρχισυντάκτη της εφημερίδας, ζητώντας του να μην δημοσιεύσει το ρεπορτάζ γιατί έτσι θα υπονομευόταν μια επιχείρηση «εθνικής ασφαλείας» και «διεθνούς δικαίου». O Πολ-Ποτ ήταν κάτι ανάλογο του Xίτλερ και του Στάλιν και του άξιζε να περάσει από το Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου.
«Για αυτή την επιχείρηση ήταν ενημερωμένες ξένες κυβερνήσεις και ξένα υπουργεία», είπε ο επικεφαλής του γραφείου των New York Times στην Washington DC, Adam Clymer. «Οι μόνοι [κατά την κυβέρνηση Clinton] που δεν έπρεπε να μάθουν τίποτε ήταν ο αμερικανικός λαός. Δεν ξέραμε τον αντίκτυπο που θα είχε το ρεπορτάζ, αλλά από την άλλη πλευρά δεν έχουμε εμείς την ευθύνη να κρατάμε τα μυστικά της κυβέρνησης, κρυφά…»
Τα επίθετα
Παράγωγο της δημοσιογραφίας της συγκίνησης και της «εθνικής πολιτικής ορθότητας» είναι ο πληθωρισμός των επιθέτων που κατακλύζει την δημοσιογραφία. Οι Έλληνες δημοσιογράφοι έχουμε εθιστεί να χαρακτηρίζουμε κάθε ενέργεια των Τούρκων «προκλητική». Όχι στα άρθρα «ανάλυσης» ή «άποψης», αλλά στο ρεπορτάζ. Αυτό έχει δύο επιπτώσεις: η μία είναι να χάσει η λέξη το νόημά της. Είτε την αναφέρουμε πια είτε όχι κάθε Έλληνας ξέρει ότι κάθε «τουρκική ενέργεια» είναι «προκλητική». Το δεύτερο όμως είναι ότι Ο πληθωρισμός των επιθέτων έχει κάνει τις εφημερίδες κάτι σαν κατοχικό χαρτονόμισμα. Χαρτί χωρίς αξία. Όσα περισσότερα επίθετα χρησιμοποιούμε τόσο περισσότερο υπονομεύουμε την δουλειά μας. Εθίζουμε τους αναγνώστες στη συγκίνηση ενώ η δουλειά μας είναι να του μεταδώσουμε γνώση.
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να ειπωθούν για κάθε πτυχή της δημοσιογραφικής δουλειάς. Δεν πιστεύω ότι σε ότι αφορά τις σχέσεις των δύο χωρών πρέπει να κάνουμε τίποτε περισσότερο απ’ όσα η δεοντολογία επιτάσσει. Οι δεοντολογικοί κανόνες δεν είναι ηθικοί. Είναι εργαλειακοί. Για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος που δεν ονοματίζει ποτέ κάποιον κατηγορούμενο για φόνο ως «φονιά» ή «δολοφόνο», δεν το κάνει επειδή θέλει να είναι γλυκής, καλός ή ηθικός. Προφυλάσσει απλώς τα νώτα του. Μπορεί ο κατηγορούμενος να αθωωθεί και ψεύτης στα μάτια του κοινού να βγει ο δημοσιογράφος.
Το μεγαλύτερο κεφάλαιο ενός δημοσιογράφου είναι η αξιοπιστία του. Κι αυτή συσσωρεύεται καθημερινά (όταν μεταδίδει ακριβείς κι αληθείς πληροφορίες) ή σκορπίζεται καθημερινά (όταν πράττει το αντίθετο). Η δεοντολογία λοιπόν είναι ένας μηχανισμός συσσώρευσης δημοσιογραφικού κεφαλαίου.
Εάν το πιστέψουμε και το υπηρετήσουμε αυτό να είμαστε σίγουροι ότι θα έχουμε κάνει το καθήκον μας για την «ειρήνη και της καλή γειτονία των λαών».
Εισήγηση που εκφωνήθηκε στο 3ο Ελληνοτουρκικό συνέδριο Δημοσιογράφων. Αθήνα 19.2.2005