Αυτό που ζούμε είναι το τέλος ενός κοινωνικού μοντέλου, που διασπάθισε ότι είχε να διασπαθίσει και μόλις είδε το ταμείο άδειο ανακάλυψε την αξία της αρετής.
«Το πιο σύντομο ανέκδοτο στην Ελλάδα είναι υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου», σάρκασε ο εκλεκτός σκιτσογράφος των «Νέων» Δημήτρης Χατζόπουλος. Ήταν, λοιπόν, σιμά στο Πάσχα όταν όλοι οι Έλληνες ξύπνησαν και σα να βρέθηκαν ξαφνικά σε άλλη χώρα. Έμαθαν έκπληκτοι ότι υπουργοί είχαν χαρτοφυλάκια μετοχών από εταιρίες που συναλλάσσονται με το Δημόσιο. Πληροφορήθηκαν ότι άλλοι υπουργοί είχαν σπίτια και κάποιοι απ’ αυτούς έφτασαν να κατέχουν μέχρι κι εξοχικά! Ακουσαν μ’ ανοιχτό το στόμα ότι επιχειρηματίες πληρώνουν τις προεκλογικές δαπάνες υποψηφίων βουλευτών! Σε λίγο φαντάζομαι ότι οι Έλληνες θα εκπλαγούν εκ νέου μόλις πληροφορηθούν ότι πολιτικοί όλων των διαμετρημάτων οδηγούν πολυτελή αυτοκίνητα. Όπως επίσης θα μείνουν ενεοί μόλις πληροφορηθούν ότι κάποιοι από δαύτους έχουν κι ερωμένες. Τι είναι αυτή η ξαφνική θύελλα ηθικής που σαρώνει τη χώρα;
Να μην παρεξηγηθούμε: η έστω καθυστερημένη αντίδραση στο όργιο της διαφθοράς που συντελείται τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν μπορεί παρά να παράγει υγιέστερες καταστάσεις απ’ αυτές που ζούμε. Δεν πρέπει όμως να παρερμηνεύσουμε το φαινόμενο και να φανταστούμε ότι ξαφνικά ξυπνήσαμε σε μια προτεσταντική χώρα που δεν σηκώνει μύγα διαφθοράς στο σπαθί της. Αυτό που ζούμε είναι το τέλος ενός κοινωνικού μοντέλου, που διασπάθισε ότι είχε να διασπαθίσει και μόλις είδε το ταμείο άδειο ανακάλυψε την αξία της αρετής.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία έφερε μια τεράστια κοινωνική ανατροπή. Γκρέμισε (και καλώς) κοινωνικές ιεραρχίες που είχαν δομηθεί με βάση τα αποτελέσματα του Εμφυλίου, αλλά αδιαφόρησε να φτιάξει νέες. Η, άνευ κανόνων, αναδιάταξη των κοινωνικών ιεραρχιών, έφερε (όπως είναι φυσικό) τους πιο καταφερτζήδες στην κορυφή. Τα καλύτερα παιδιά (σοσιαλιστικών και μη ιδεωδών) κουράστηκαν και πήγανε στο σπίτι, ενώ τις καρέκλες κατέλαβαν οι λιγότερο ικανοί, αλλά περισσότερο ευέλικτοι. Ο αμοραλιστικός χαρακτήρας του παντοδύναμου και λατρεμένου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, μαζί με την επαναστατική ρητορεία της εποχής έφτιαξε νέα πρότυπα συμπεριφοράς. Έτσι προτάθηκε να χτίσουμε «άγαλμα στον αυθαίρετο οικιστή» (Αντώνης Τρίτσης 1984) κι αν η Ελλάς είχε τα οικονομικά πλεονάσματα να συντηρήσει επί μακρότερον το μοντέλο της κοινωνικής αποδιάρθρωσης σίγουρα κάποιος θα πρότεινε να φτιάξουμε άγαλμα στον «επαναστάτη ληστή των τραπεζών». (Για την ακρίβεια αυτό έγινε εν μέρει με τους «επαναστάτες» της «17 Νοέμβρη»).
Η μεγάλη όμως δύναμη του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι αποκέντρωσε την διαφθορά. Και οριζοντίως στο πολιτικό σύστημα και καθέτως στην κοινωνία. Έτσι λοιπόν όλοι ξέραμε ότι στη Μύκονο γίνεται πολεοδομικό όργιο, αλλά στο βαθμό που κι εμείς μπορούσαμε να σηκώσουμε ένα ακόμη όροφο στην οικοδομή μας, η άναρχη δόμηση έπαυε να είναι πρόβλημα. Όλοι ξέραμε ότι στο Δημόσιο βασιλεύει η διαφθορά, αλλά όσο μπορούσαμε να δίνουμε μπαχτσίσι στον εφοριακό για να γλιτώσουμε φόρους, η διαφθορά ήταν κάτι να ‘χουμε να λέμε στο καφενείο.
Το πρόβλημα όμως με τη Δημοκρατία της Διαφθοράς είναι ότι δεν μπορεί να πάει μακριά. Εξανεμίζει τα όποια πλεονάσματα έχει η χώρα (οικονομικά, δημόσιας γης κ.λ.π.) και κάποια στιγμή έρχεται η ώρα του λογαριασμού. Η οικονομία φθάνει σε αδιέξοδο, η κοινωνία αντιλαμβάνεται το αδιέξοδο και η πολιτική το πληρώνει. Τώρα η Ελλάδα λοιπόν ζει την ώρα του λογαριασμού. Κάποιοι θα τον πληρώσουν πρώτοι ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι». Όλοι εμείς αμέσως μετά…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 4.5.2003