Υστερα από κάθε καταστροφή αρχίζει το συμπούρμπουλο της μετάθεσης ευθυνών σε πολλές κατευθύνσεις. Αν η κυβέρνηση είναι νέα, ρίχνει την ευθύνη στην προηγούμενη. Αν όχι, οι υπουργοί τα ρίχνουν στον προκάτοχό τους ή αρχίζουν (συνήθως με διαρροές) να επισημαίνουν τις παραλείψεις συναδέλφων τους. Το τελευταίο δεν είναι δύσκολο, αφού οι αρμοδιότητες είναι εξαιρετικώς περιπεπλεγμένες· κάθε νομοσχέδιο υπογράφεται από καμιά δεκαριά υπουργούς.
Βεβαίως, το συνηθέστερο –και προπαντός: πολιτικώς ακίνδυνο– είναι να ρίξουν ευθύνες στην τοπική αυτοδιοίκηση. Το κλασικό επιχείρημα είναι πως «εμείς δώσαμε λεφτά, αλλά αυτοί τα έφαγαν σε φιέστες και πανηγύρια». Αυτό, πιθανότατα, είναι αληθές. Οι αυτοδιοικητικοί, όντες πολιτικοί, το πρώτο πράγμα που σκέφτονται είναι η επανεκλογή τους. Επομένως είναι πιο παραγωγικό (σε σχέση με τον σκοπό τους) να δίνουν άρτο και θεάματα στους ψηφοφόρους, αντί να κάνουν έργα που θα χρειαστούν, κατά τον κ. Μάκη Βορίδη, «μια φορά στα τετρακόσια χρόνια».
Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που τα λεφτά είναι αρκετά (όταν ο αυτοδιοικητικός είναι του κόμματος και ακόμη περισσότερο του «κλίματος» του εκάστοτε υπουργού), η κατασπατάλησή τους γίνεται εξαιρετικώς εύκολη, αφού δεν ελέγχονται ούτε από τα πάνω ούτε από τα κάτω.
Ο έλεγχος από τα πάνω, που προκρίνουν διάφοροι παλαιοκομμουνιστές και νυν ψευδοφιλελεύθεροι, σημαίνει περισσότερη γραφειοκρατία. Χαρτιά πρέπει να μετακινούνται από π.χ. την Καρδίτσα στην Αθήνα και αντιστρόφως· πολλά ξεχνιούνται στα συρτάρια υπαλλήλων, κάποιες φορές από αμέλεια κι άλλοτε με το αζημίωτο, κ.λπ. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει καθυστέρηση των έργων, αλλά και αύξηση του κόστους· όχι μόνο λόγω γραφειοκρατίας, αλλά διότι όσο περισσότεροι εμπλέκονται στη διαδικασία αποφάσεων τόσο διευρύνεται ο κύκλος δυνητικής διαφθοράς.
Από τα κάτω ο έλεγχος δεν γίνεται, αφού όλοι οι πολίτες νιώθουν ότι τα λεφτά που παίρνει η τοπική αυτοδιοίκηση είναι κάτι σαν τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Κάποιοι άλλοι πληρώνουν.
Αφού αισθάνονται ότι τα χρήματα δεν είναι δικά τους, δεν πολυνοιάζονται τι τα κάνει ο αυτοδιοικητικός. Γλεντούν στις φιέστες και τα πανηγύρια, επιβραβεύουν διά της ψήφου τους αυτόν που κάνει τα περισσότερα, κι όταν έρθει η «στραβή» όλοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχει κράτος». Ο αυτοδιοικητικός θα ξεφύγει με μια επιστολή – αναφορά, «ορίστε, εμείς ζητήσαμε λεφτά αλλά δεν δώσανε» και ο υπουργός θα πει «δώσαμε, αλλά δεν τα διαχειριστήκατε σωστά». Κι η ζωή θα συνεχιστεί στα χαλάσματα και τις μπάρες με τα βρόμικα νερά, μέχρι να έρθει η επόμενη «στραβή» και να ξαναξεκινήσει το έργο από την αρχή.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 14.9.2023