Η εμπειρία έδειξε ότι αν δώσεις εξουσία και αφήσεις ανεξέλεγκτο τον πιο καλών προθέσεων άνθρωπο, στο τέλος αυτός θα καταλήξει να έχει πιο παραβατική συμπεριφορά και από εκείνους τους οποίους κυνηγά.
Στον κόσμο του λαϊκισμού όλα είναι εύκολα. Ο κόσμος είναι σαν τα τετράγωνα του σκακιού: άσπρος-μαύρος. Οι αποχρώσεις εξοβελίζονται ως περιττές. Υπάρχουν οι καλοί, και οι κακοί. Τελεία. Ο,τι πράττουν οι καλοί είναι καλό και ό,τι κάνουν οι κακοί είναι κακό.
Ο λαϊκισμός θάλλει στα άκρα. Στον αριστερίστικο λαϊκισμό, όλοι οι αστυνομικοί είναι «γουρούνια και δολοφόνοι» και κάθε διαδηλωτής είναι εξ ορισμού αθώος· εξ ου και η πρεμούρα των αγωνιστών κάθε εποχής να τρέξουν να απελευθερώσουν οποιονδήποτε συλλαμβάνει η αστυνομία. Στον ακροδεξιό λαϊκισμό ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι άνδρες των σωμάτων ασφαλείας διακινδυνεύουν τη ζωή τους, άρα εξ ορισμού δεν έχουν καμιά υποχρέωση απέναντι στον νόμο, είναι δικαιολογημένοι ό,τι κι αν κάνουν, ενώ εκεί έξω υπάρχουν κτήνη χωρίς δικαιώματα τα οποία πρέπει να παταχθούν. Σ’ αυτόν τον καμβά κινήθηκε το τηλεοπτικό λογύδριο του βουλευτή του Λά.Ο.Σ. κ. Αδωνη Γεωργιάδη («Πρόσωπο με Πρόσωπο», Alter 29.3.2010) με το οποίο εξιστορούσε τα πάθη διάφορων ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας που αποτάχθηκαν ή διενεργήθηκε σε βάρος τους ΕΔΕ για καταπάτηση δικαιωμάτων συλληφθέντων. Στο τέλος ο βουλευτής του Λά.Ο.Σ. έθεσε στο βαθυστόχαστο ερώτημα: «θέλουμε αστυνομία ή δεν θέλουμε;».
Το ερώτημα αυτό βεβαίως έχει απαντηθεί εδώ και αιώνες. Ενα από τα πρώτα πράγματα που σκέφτηκαν οι άνθρωποι μόλις οργανώθηκαν σε κοινωνίες ήταν η δημιουργία κάποιου τύπου σωμάτων ασφαλείας. Με αυτό διασφάλισαν ότι η παραβατική συμπεριφορά δεν θα περνούσε ατιμώρητη. Ομως το δεύτερο πράγμα που έκαναν οι ίδιες κοινωνίες είναι το κράτος δικαίου. Με αυτό διασφάλισαν την προστασία τους από τους προστάτες. Το habeas corpus είναι μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις του δυτικού πολιτισμού και αποσκοπεί στην προστασία της ατομικής ελευθερίας του πολίτη έναντι της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησής του. Πάνω σ’ αυτή την αρχή χτίστηκαν μια σειρά θεσμών δικαίου, κανόνες που διασφαλίζουν ότι τα όργανα της πολιτείας δεν θα αυθαιρετούν επί δικαίων και αδίκων και οι πολίτες δεν θα «σκοντάφτουν σε ζαρντινιέρες».
Η εμπειρία έδειξε ότι αν δώσεις εξουσία και αφήσεις ανεξέλεγκτο τον πιο καλών προθέσεων άνθρωπο, στο τέλος αυτός θα καταλήξει να έχει πιο παραβατική συμπεριφορά και από εκείνους τους οποίους κυνηγά. Γι’ αυτό φτιάχτηκαν δικαστήρια, ψηφίστηκαν νόμοι συντάχθηκαν κώδικες συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων κ.λπ. Το αγαθό της ασφάλειας δεν κινδυνεύει μόνο από εκείνους που αυθαιρέτως ασκούν βία, αλλά και από εκείνους που η κοινωνία τους παραχώρησε το μονοπώλιο της βίας.
Ολα αυτά μοιάζουν ψιλά γράμματα για τον κ. Γεωργιάδη. Στο βιογραφικό του διαβάζουμε ότι έχει πτυχίο ιστορίας, άρα προφανώς πρέπει να τα γνωρίζει. Ασκεί όμως από τηλεοπτικού άμβωνος την αρχαιότερη τέχνη των πολιτικών: χαϊδεύει τα αυτιά των τρομαγμένων πολιτών. Εκστομίζει απλές λύσεις για σύνθετα προβλήματα προσδοκώντας την άγρα ψήφων. Ετσι κι αλλιώς παίζει σε στρωμένο γήπεδο. Η τηλεόραση δεν προσφέρεται για βαθύτερες αναλύσεις. Είναι πιο αποτελεσματικά τα απλοϊκά συνθήματα και τα ανόητα ερωτήματα «θέλουμε αστυνομία ή όχι;» Η απάντηση σ’ αυτό είναι απλή: Θέλουμε, αλλά όχι την αστυνομία που θέλει ο κ. Γεωργιάδης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 1.4.2010