Ικανοποιήθηκε το «φιλολαϊκό» αίτημα των αγροτών που έλεγε ότι η τιμή των αγροτικών προϊόντων στα μαγαζιά θα φτάνει (κατά το μέγιστο) στο διπλάσιο της τιμής του παραγωγού.
Μια χρόνια φιλολογία που αναπτύσσεται πέριξ των μπλόκων αφορά τις τιμές παραγωγού σε σχέση με τις τιμές της αγοράς. Οι δεύτερες παρουσιάζονται πάντα πολλαπλάσιες των πρώτων. Διαβάζουμε για παράδειγμα στον «Ριζοσπάστη» (2.9.1996) ότι ένας αγρότης πλησίασε τον Χαρίλαο Φλωράκη λέγοντάς του «αγοράζουμε το ψωμί 300 δρχ. και πουλάμε το στάρι 30 δρχ.». Το ίδιο (με τιμαριθμική αναπροσαρμογή) επανέλαβε ο αγροτοσυνδικαλιστής κ. Βαγγέλης Μπούτας: «Πουλάμε το σιτάρι 40 δρχ., αγοράζουμε ψωμί 400 δρχ. Θα ξεχειμωνιάσουμε στα μπλόκα» (31.11.2001).
Τα ίδια ακούστηκαν και πέρυσι: «Πουλάμε το αγελαδινό γάλα 35 – 45 λ/lt και αγοράζουμε ως καταναλωτές 1,60 ευρώ/lt», διαμαρτυρήθηκε ο πρόεδρος κτηνοτρόφων Ημαθίας στο μπλόκο Μαλγάρων Θεσσαλονίκης (εφημερίδα «Εθνος», 28.1.2009) Τα ίδια ακούμε και σήμερα: «Πεινάμε…», διαμαρτυρήθηκε ο Σερραίος αγρότης Χρήστος Γιαννίδης. «Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες με σιτάρια και καλαμπόκια, αφού η τιμή στην οποία καλούμαστε να τα πουλήσουμε είναι εξευτελιστική. Μόλις 10 λεπτά μάς ζητούν για το σιτάρι και στον φούρνο ο καταναλωτής το αγοράζει από 80 λεπτά και πάνω…» (εφ. «Μακεδονία», 19.1.2010)
Αυτή η φιλολογία τελικώς διαμορφώθηκε ως αίτημα των αγροτών στα μπλόκα: η κυβέρνηση να ρυθμίσει την αγορά έτσι ώστε η τιμή των αγροτικών προϊόντων στα μαγαζιά να φτάνει (κατά το μέγιστο) στο διπλάσιο της τιμής του παραγωγού. Ακούγεται φιλολαϊκό το αίτημα (πιθανώς να το θεωρούν και κάποιας μορφής αποζημίωση για όλους όσους ταλαιπωρούν με τα μπλόκα) και γι’ αυτό η υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης το δέχθηκε ασμένως. Το ερώτημα όμως είναι: πώς μπορεί να γίνει αυτό αφού οι αγρότες άλλες τιμές συμφωνούν προφορικά και άλλες αναγράφουν στα τιμολόγια των μεγαλεμπόρων που αγοράζουν τα προϊόντα τους;
Μία από τις διαχρονικές παθογένειες της αγροτικής παραγωγής είναι ότι για ψυχοπονιάρικους λόγους οι αγροτικές εκμεταλλεύσεις δεν φορολογούνται όπως οι άλλες επιχειρήσεις. Το φορολογητέο εισόδημα των αγροτών προσδιορίζεται με βάση τιμές που καθορίζει κάθε χρόνο, για κάθε προϊόν, το υπουργείο Οικονομικών και όχι με βάση τα έσοδα που έχουν από την πώληση των προϊόντων τους, μείον τα έξοδα που έχουν για την παραγωγή. Οπως έγραφε σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα ο συνάδελφος κ. Βασίλης Ζήρας, ο τρόπος φορολόγησής των αγροτών «δίνει τη δυνατότητα εκτεταμένης φοροδιαφυγής σε όσους συνεργάζονται μαζί τους. Πωλούν, για παράδειγμα, στον χονδρέμπορο ντομάτες προς 20 λεπτά το κιλό, αλλά υπογράφουν παραστατικό ότι τις πούλησαν 1 ευρώ, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να φορολογηθούν για εισόδημα ενός ευρώ το κιλό. Ο χονδρέμπορος βάζει το νόμιμο ποσοστό κέρδους και πουλάει 1,15 ευρώ. Εμφανίζεται να έχει κέρδος και πληρώνει φόρο για 15 λεπτά, ενώ το πραγματικό κέρδος του είναι 95 λεπτά. Η φοροδιαφυγή είναι τεράστια και ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά για ένα προϊόν το οποίο ο αγρότης πουλάει φθηνά». («Καθημερινή», 3.11.2009)
Οπότε το φιλολαϊκό αίτημα των αγροτών, όπως και η ικανοποίησή του από την υπουργό, είναι άλλα λόγια να κοροϊδευόμαστε. Στα χαρτιά η τιμή παραγωγού είναι λίγο χαμηλότερη από την τιμή στο ράφι. Οπως ακριβώς και στα τιμολόγια των χονδρεμπόρων, το κέρδος των οποίων προσδιορίζεται διά νόμου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 28.1.2010