Τα ηλεκτρονικά στικάκια και η φωτοτυπίες της Βουλής.
Είχε ένα δίκιο ο βουλευτής του Ποταμιού κ. Γιώργος Αμυράς για το οικολογικό έγκλημα της προέδρου της Βουλής, που τύπωσε έναν τόνο χαρτιού (198.000 σελίδες!) για να μοιράσει το πολυνομοσχέδιο, το οποίο ψηφίστηκε χαράματα της περασμένης Πέμπτης (23.7.2015). Ο ίδιος πρόσθεσε ότι για την παραγωγή του ξοδεύτηκαν 47 κιλοβατώρες, ενώ θυσιάστηκαν 25 έλατα και σπαταλήθηκαν 324 τόνοι νερού! «Κάποιος πρέπει να ενημερώσει την κ. Κωνσταντοπούλου ότι ο 21ος αιώνας έχει τη χαρά να εξυπηρετείται από τα στικάκια», είπε δείχνοντας ένα προς το προεδρείο!
Εχει απόλυτο δίκιο και είχαμε επισημάνει και παλιότερα ότι το κόστος της φωτοαντιγραφής στη Βουλή είναι τεράστιο: «Από τον απολογισμό του 2013 της Βουλής βλέπουμε ότι το κονδύλι για χαρτί και γραφική ύλη ήταν 230.000 ευρώ· για εφημερίδες, περιοδικά, συναφείς εκδόσεις κ.λπ. (που επίσης υπάρχουν ηλεκτρονικά) ήταν 850.000 ευρώ· για προμήθεια μηχανών φωτοαντιγραφής ήταν 75.000 ευρώ. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και το κόστος συντήρησης των μηχανημάτων -για όλο τον εξοπλισμό της Βουλής ήταν 1.097.000 ευρώ-, συν βέβαια το κόστος εργασίας, το οποίο ειδικά στη Βουλή είναι αρκετά αλμυρό». (Η Καθημερινή, 6.4.2014)
Εξ αυτού ορμώμενος ο πρώην γραμματέας της Βουλής, κ. Αθανάσιος Παπαϊωάννου, είχε εκδώσει στις 27.5.2014 εγκύκλιο που περιόριζε κατά 3 εκατομμύρια σελίδες τον ετήσιο αριθμό των φωτοτυπιών στη Βουλή.
Στην εγκύκλιο αναφερόταν ότι «στόχος είναι να περιοριστεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των φωτοτυπιών, αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί ορισμένες αλλαγές στο σύστημα κατάθεσης των νομοσχεδίων… και ευελπιστούμε ότι όλη η διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους».
Δεν ολοκληρώθηκε, αφού άλλαξε η κυβέρνηση και το προεδρείο της Βουλής. Το «φάντασμα του τεχνοφασισμού» έφαγε και πρόγραμμα μείωσης των φωτοτυπιών. Η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου έκανε φασαρία όταν της επιδόθηκε η έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος σε ηλεκτρονικό στικάκι και απαίτησε να εκτυπωθεί σε χαρτί. Γενικώς όμως αυτή η κυβέρνηση πάσχει από φοβία για τη νέα τεχνολογία. Αυτή θεωρητικοποιήθηκε από τον κ. Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος προτιμά την κιμωλία και τον μαυροπίνακα -κι ας λερώνει- παρά τους «προτζέκτορες, επιδιασκόπια και λοιπά υποκατάστατα (που) αποστειρώνουν τη διδακτική σχέση. Την εξαϋλώνουν τείνοντας τελικά να την καταργήσουν». (Αυγή, 6.4.2014)
Αίσιον και ευτυχές το 1915, όπου μας γυρίζει αυτή η πλειοψηφία…
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 25.7.2015