O διάλογος για τη δομή των «ντιμπέιτ» στην Ελλάδα γίνεται λίγο πριν από τη διοργάνωσή τους και λίγο μετά. Ποτέ στο ενδιάμεσο.
H αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που τελειώνει μια συζήτηση πολιτικών αρχηγών (νεοελληνιστί «ντιμπέιτ») μένουμε με την όρεξη. Αυτό πιστοποιείται και στα τηλεπαραθύρια που ακολουθούν. Εκεί διάφοροι αποφαίνονται (τις περισσότερες φορές στα σοβαρά) «ότι δεν συζητήθηκαν τα μεγάλα θέματα», «ότι οι πολιτικοί αρχηγοί δεν μπήκαν στο βάθος των προβλημάτων». Την ίδια στιγμή γίνεται εμβριθής κουβέντα για τα «λάθη» που έκαναν οι πολιτικοί αρχηγοί. Φυσικά τα «λάθη» αφορούν τη σκηνική τους παρουσία, τις γκριμάτσες που έκαναν ή δεν έκαναν, και αν κοίταζαν την κάμερα ή τα χαρτιά τους.
Το πρώτο ερώτημα είναι πόσο σοβαρή κουβέντα μπορεί να γίνει σε μια συζήτηση όπου κάθε πολιτικός έχει 90 δευτερόλεπτα να εξηγήσει τι πάει στραβά με το Εθνικό Σύστημα Υγείας και πώς αυτό μπορεί να διορθωθεί. Δηλαδή, σε 1,5 λεπτό ένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν προκάνει να περιγράψει ούτε ένα απλό τροχαίο, θα μπορέσει να εξηγήσει πώς εκτροχιάστηκε το τραπεζικό σύστημα και πώς θα ξαναλειτουργήσει ως ατμομηχανή της ανάπτυξης; Δεύτερον, πόσο σοβαρή μπορεί να είναι μια συζήτηση όταν τελικά όλοι ξέρουν ότι αυτό που θα μετρήσει είναι η σκηνική παρουσία και όχι το τι θα ειπωθεί; Το βάρος, λοιπόν, πέφτει στο ύφος των πολιτικών και όχι στην ουσία όσων λένε.
Αυτό είναι φυσιολογικό: όπως απέδειξε ο μεγάλος θεωρητικός των media Νιλ Πόστμαν, η τηλεόραση παράγει τόσο πολύ θέαμα ώστε καταλήγει να σκοτώνει τον λόγο και τη λογική. Αυτή είναι μια παρατήρηση που αφορά το Μέσο που ονομάζεται τηλεόραση παγκοσμίως. Στην Ελλάδα έχουμε κι άλλες ιδιαιτερότητες.
Κατ’ αρχήν ο διάλογος για τη δομή των «ντιμπέιτ» στην Ελλάδα γίνεται λίγο πριν από τη διοργάνωσή τους και λίγο μετά. Ποτέ στο ενδιάμεσο. Την περίοδο, δηλαδή, που υπάρχει χρόνος να εξεταστούν ενδελεχώς οι όροι διενέργειας της συζήτησης, το θέμα είναι ξεχασμένο. Ετσι γίνεται και τώρα: τρεις εβδομάδες πριν από τις εκλογές και μέσα στον γενικό χαμό, τα κόμματα και τα ΜΜΕ θυμήθηκαν ότι πρέπει να συζητήσουν πώς πρέπει να γίνει ο διάλογος μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Επόμενο είναι να έχουμε πρόχειρες και αποσπασματικές αποφάσεις: θα υιοθετηθεί ένα μοντέλο συζήτησης, του οποίου το μνημόσυνο θα κάνουμε αμέσως μετά τη συζήτηση.
Δεύτερον, τους κάνονες του «ντιμπέιτ» αποφασίζουν οι πολιτικοί, χωρίς εκείνους που υποτίθεται κανοναρχούν τη συζήτηση, δηλαδή τους δημοσιογράφους. Σ’ αυτό φυσικά δεν φταίνε τα κόμματα. Απλώς, όπως γίνεται σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τη δομή της ενημέρωσης, τα συλλογικά όργανα των δημοσιογράφων λάμπουν διά της απουσίας των. Είναι καταπληκτικό… αλλά κάθε δημοσιογράφος ατομικά έχει άποψη επί παντός, αλλά ο δημοσιογραφικός κλάδος συνολικά δεν έχει άποψη ούτε για τα του οίκου του.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ορατή η κατάληξη των συζητήσεων μεταξύ των κομμάτων για τους όρους του (ή των) «ντιμπέιτ». Δεν ξέρουμε καν αν θα είναι ένα ή δύο ή και περισσότερα. Ομως, όσα και να ‘ναι, όπως και να ‘ναι, η ουσία θα απουσιάζει· και αυτή την απουσία θα συζητάμε μετά τη «συζήτηση».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 13.9.2009