Η κριτική στο «όχι» είναι δύσκολη. Εκ των πραγμάτων η θέση του «όχι» είναι νεφελώδης. Ξεκινά από το «δεν μας αρέσει αυτό», αλλά και καταλήγει εκεί. Δεν υπάρχει ένα αντισχέδιο Ανάν, ένα απτό προϊόν του «όχι» ώστε να σταθμίσουμε τα θετικά του ενός με τα αρνητικά του άλλου και να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα.
Κακά τα ψέματα. Το Σχέδιο Ανάν είναι κάτι σαν το ΠΑΣΟΚ προεκλογικά. Όλοι μπορούν να βρουν ένα καλό λόγο για να το καταψηφίσουν. Αλλος γιατί δε πάει στο ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος η Κυρήνεια, άλλος γιατί θεωρεί ότι η 15ετία για πλήρη εφαρμογή του κεκτημένου είναι μεγάλη περίοδος, άλλος γιατί παραμένει το καθεστώς εγγυήσεων κι άλλοι γιατί θέλουν να βασανίζουν τους μαύρους και δι’ αυτών τα αφεντικά τους, που είναι οι αιμοδιψείς ιμπεριαλιστές. Η κριτική στο σχέδιο Ανάν είναι εύκολη, επειδή το σχέδιο είναι συγκεκριμένο. Προνοεί κάποια απτά πράγματα τα οποία μπορεί να μας αρέσουν ή όχι. Η άρνηση γίνεται επί του πραγματικού γι’ αυτό και είναι πειστική.
Η κριτική όμως στο «όχι» είναι δύσκολη. Εκ των πραγμάτων -και τις περισσότερες φορές όχι σκόπιμα- η θέση του «όχι» είναι νεφελώδης. Ξεκινά από το «δεν μας αρέσει αυτό», και καταλήγει εκεί. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν υπάρχει ένα αντισχέδιο Ανάν -ένα απτό προϊόν του «όχι»- ώστε να σταθμίσουμε τα θετικά του ενός με τα αρνητικά του άλλου και να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα.
Η ελπίδα του «όχι» βασικά συνίσταται στο «Πάλι με χρόνια με καιρούς, κάτι θα μας προτείνουν…» Τι; Που; Πότε; Τι θα προβλέπει; Κανείς δεν μας το λέει. Απλώς υπάρχει η ελπίδα του καλύτερου. Αρα το «ναι» είναι υπονομευόμενο θεμελιακά. Δεν περνάει ακόμη κι αν ο κ. Ανάν κατέβαζε ένα εντελώς διαφορετικό, ένα (ας πούμε) «καλό» σχέδιο. Διότι κι αυτό το «καλό» (αλλά συγκεκριμένο) σχέδιο θα είχε εχθρό την ελπίδα του καλύτερου.
Αν το σκεφτούμε όμως καλά, γιατί να μας προτείνουν κάτι; Να συμφωνήσουμε ότι το Κυπριακό είναι ένα πρόβλημα στη διεθνή κατάσταση, αλλά δεν χολοσκάζει και κανένας ιδιαίτερα μιας και είναι μια εστία μηδενικής έντασης στην περιοχή. Είναι μια ανωμαλία σχετικά υποφερτή από τον διεθνή παράγοντα, ένα θέμα για πολλούς ημιθανές, το οποίο συντηρούμε εμείς διπλωματικά 30 χρόνια τώρα. Μόνο αν αρχίσουμε να ανατιναζόμαστε στις καφετέριες της Κυρήνειας ή της Αττάλειας -αν υπάρξει βία- θα μπορέσει να αποσπάσει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας. Η Τουρκία και χωρίς λύση θα πορευτεί, θα αποκτήσει κάποιου τύπου σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (η πλήρης ένταξη απομακρύνεται, άσχετα από τις δικές μας επιθυμίες ή απροθυμίες). Και η Ταϊβάν ανωμαλία στη διπλωματική τάξη πραγμάτων είναι, αλλά ασχολούμαστε μαζί της μόνο όταν απειλεί να επέμβει η Κίνα. Δυστυχώς ο διεθνής παράγων ασχολείται με τα ζέοντα: Ιράκ, Παλαιστίνη, Κόσοβο (όταν έχει ταραχές) κ.λ.π. Ας ελπίσουμε ότι κάποιοι δεν θέλουν δια της απόρριψης να κάνουν ζέον το θέμα του Κυπριακού…
Υπάρχει όμως και μια μεγαλύτερη δυσκολία. Έχει να κάνει με τις εθνικές ιστορίες, αλλά και τις εθνικές μυθολογίες των δύο χωρών. Έλληνες και Τούρκοι μάθαμε πως δεν μπορούμε να ζούμε μαζί. Βαθιά μέσα στο ιδεολογικό μας μεδούλι υπάρχει η καχυποψία και η αντιπαλότητα. Με ποια λογική οι Κύπριοι αδελφοί μας -κοινωνοί της ίδιας παιδείας με εμάς- καλούνται να αποφασίσουν ότι πρέπει να ζήσουν μαζί με τους «προαιώνιους εχθρούς μας»; Πως αποτινάσσονται ιδεολογήματα 300 ετών μέσα σε 30 μέρες;
Αν απομείνει κάτι καλό απ’ αυτή τη διαδικασία είναι ότι είδαμε τοις πράγμασι την πλειοψηφία ενός λαού να υπερβαίνει την ιστορία και την μυθολογία του με την προοπτική της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας. Μη γελιόμαστε: και οι τουρκοκύπριοι για «μπαμπέσηδες» κι «αιμοβόρους» Έλληνες μαθαίνουν στα σχολειά τους και σ’ αυτές τις ιδεοληψίες ποντάρει ο κ. Ντενκτάς. Αλλιώς θα τον είχαν κρεμάσει για όσα δεινά τους επέφερε. Οι τουρκοκύπριοι, όμως, κατάφεραν να υπερβούν τα στερεότυπα με την ελπίδα ότι θα προκόψουν. Εμείς μπορούμε;
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 21.4.2004