Στα χρόνια του εκσυγχρονισμού οι κοινωνικές δαπάνες ανέβηκαν ραγδαία. Απλώς δεν έπιασαν τόπο.
Στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, γίνεται αυτόν τον καιρό ένας λυσσαλέος διαγωνισμός αριστεροφροσύνης. Υπάρχει μεγάλη κριτική κι αυτοκριτική για τον «δεξιό εκσυγχρονισμό που αμαύρωσε την κοινωνική ευαισθησία του κινήματος με αποτέλεσμα να χαθούν οι εκλογές». «Την περίοδο 1996-2004», λένε, «θυσιάστηκαν πολλά για την ΟΝΕ με αποτέλεσμα να μην χρηματοδοτείται το κράτος πρόνοιας, οι φτωχοί να γίνουν φτωχότεροι κ.λπ.». Πόσο αλήθεια είναι αυτό;
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στην Ελλάδα όσο πιο χουβαρντάς είναι κάποιος με τα λεφτά των άλλων, τόσο πιο αριστερός θεωρείται. Ασχέτως με το τι γίνονται αυτά τα χρήματα ή ποιος τα καρπώνεται. Ξοδεύεις από τον κρατικό προϋπολογισμό; Είσαι αριστερός. Ρωτάς που πάνε τα λεφτά; Είσαι νεοφιλελεύθερος.
Δεύτερον: παρά τη διάχυτη ρητορεία, την περίοδο 1996-2004 οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν ραγδαία. Από το 22,9% του ΑΕΠ το 1996, ανεβαίνουν στο 26,3% το 2003 (το 2001 για πρώτη φορά στην ιστορία πιάνουμε τον μέσο κοινοτικό όρο των «15»: 27% του ΑΕΠ). Την ίδια περίοδο το επιθυμητό από κάθε σοσιαλιστή σκανδιναβικό μοντέλο μείωνε τις κοινωνικές δαπάνες. Στην Σουηδία έδιναν 36,8% του ΑΕΠ το 1994, για να φτάσουν το 33,5% το 2003. Στη Φιλανδία οι περικοπές ήταν πολύ μεγαλύτερες: από το 33,8% του ΑΕΠ το 1994, έφτασαν το 26,9% το 2003.
Με άλλα λόγια η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ γίνεται ερήμην της πραγματικότητας: θαυμάζουν το σκανδιναβικό μοντέλο που μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες και ελεεινολογούν τον εκσυγχρονισμό που της αύξησε. Κι όλα αυτά στο όνομα των κοινωνικών δαπανών που θεωρούνται απόδειξη αριστεροσύνης.
Το πρόβλημα με τον εκσυγχρονισμό λοιπόν δεν ήταν ότι υπήρξε κοινωνικά άδικος, αλλά κοινωνικά αναποτελεσματικός. Τουλάχιστον στο κομμάτι του κράτους πρόνοιας. Η ραγδαία αύξηση των δαπανών κατέληξε να χρηματοδοτεί περισσότερο το κράτος παρά την πρόνοια. Ετσι οι διαρκώς αυξανόμενες κοινωνικές δαπάνες μειώνουν το ποσοστό εκείνων που βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας κατά 1-3 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια περίοδο η αντίστοιχη μείωση για την «Ευρώπη των 15» είναι από 6-8 ποσοστιαίες μονάδες. Με άλλα λόγια, ενώ φτάνουμε να ξοδεύουμε αναλογικά τα ίδια λεφτά με την Ε.Ε. απέχουμε πολύ στα αποτελέσματα.
Ειρωνεία: το πιο αποτελεσματικό κράτος πρόνοιας είναι της νεοφιλελεύθερης Ιρλανδίας. Το 2000 η Ιρλανδία ξοδεύει το 14,3% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες και μειώνει τη φτώχεια κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες (από 31% σε 20%). Η Ελλάδα ξοδεύει το 26,3% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες και επιτυγχάνει μείωση της φτώχειας κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες (από 22% στο 20%). Το ίδιο έτος. Κατά μέσο όρο η «Ε.Ε των 15» ξοδεύει 27,2% του ΑΕΠ και μειώνει τη φτώχεια κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες (από 23% στο 15%).
Με άλλα λόγια το ΠΑΣΟΚ (όπως και η ελληνική κοινωνία) πασχίζει να λύσει λάθος προβλήματα. Εγκλωβισμένο σε μία ψευδοαριστερή ρητορεία δεν μπορεί να κατανοήσει ότι το μεγάλο πρόβλημα του κοινωνικού κράτους στη χώρα είναι το γεγονός ότι είναι περισσότερο κράτος παρά κοινωνικό. Οτι οι επιπλέον δαπάνες δεν πηγαίνουν πλέον σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά στους μηχανισμούς που τους διανέμουν. Χρηματοδοτούν επιτροπές, συμβούλια και μελέτες και χάνονται σε αντιπαραγωγικές διαδικασίες. Συνεπώς μια ορθολογικά δρώσα παράταξη δεν θα είχε ποτέ το δίλημμα μεταξύ του σκανδιναβικού και του ιρλανδικού μοντέλου. Θα στόχευε στο σκανδιναβικό ως προς τις δαπάνες και στο ιρλανδικό ως προς την αποτελεσματικότητα. Κυρίως όμως θα συζητούσε με βάση πραγματικά στοιχεία και όχι με τις εντυπώσεις που η αριστερά δημιουργεί και περιφέρει στον δημόσιο διάλογο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.11.2007