Η διαρκής επίκληση της κυβέρνησης για συναίνεση είναι άλλοθι απραξίας. Δεν θέλει να κάνει τίποτε, διότι θα έχει πολιτικό κόστος, και επιζητεί να την χειροκροτούμε γι’ αυτό.
Στην Ελλάδα έχουμε έναν εκπληκτικό τρόπο για να μη λύνουμε προβλήματα. Φτιάχνουμε μαγικές έννοιες στις οποίες φορτώνουμε τα πάντα, ώστε να μην κάνουμε τίποτε. Παλιότερα ήταν «ο ξένος δάκτυλος» που έφταιγε για όλα τα δεινά μας. Αλλες φορές «οι δεινόσαυροι της πολιτικής» εμπόδιζαν την πρόοδο. Φυσικά πάντα υπάρχει ο μπαμπούλας του (ανύπαρκτου) νεοφιλελευθερισμού.
Βέβαια, όλα είχαν κάποια βάση, αλλά η διαρκής επανάληψή τους τα έκανε καραμέλα και άλλοθι απραξίας. Οπως ακριβώς γίνεται και τώρα με τη μαγική έννοια της «συναίνεσης». Η κυβέρνηση αποφεύγει να κάνει τη δουλειά της, με το αιτιολογικό ότι η αντιπολίτευση κάνει τη δική της. Φτάσαμε να ζητείται συναίνεση επί παντός, λες και ζούμε σε ένα μονοκομματικό πολίτευμα ή σε μια μονολιθική κοινωνία. Ζητείται συναίνεση για την οικονομία (διότι βρισκόμαστε σε κρίση), για την παιδεία (διότι είναι εθνικό θέμα), για την τρομοκρατία (διότι διαταράσσει την κοινωνική ζωή της χώρας) κ. λπ. Ακόμη και στο πρόβλημα για το πανεπιστημιακό άσυλο τίποτε δεν κινείται, όχι γιατί εναντιώνεται η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά διότι δεν συναινούν εκείνοι που το παραβιάζουν, δηλαδή οι καταληψίες και οι «μπαχαλάκηδες».
Σε όλο τον κόσμο η συναίνεση απαιτείται μόνο για τους κανόνες του παιγνιδιού. Οχι για το παιγνίδι καθαυτό. Στη Βρετανία, όπου οι άνεργοι σχηματίζουν ουρές και οι τράπεζες εθνικοποιούνται με ταχύτατους ρυθμούς για να μην καταρρεύσει το σύστημα, ουδείς ζήτησε συναίνεση από τους Συντηρητικούς σε ό, τι αφορά την πολιτική των Εργατικών. Πριν από τρεις εβδομάδες οι δρόμοι της Βρετανίας γέμισαν με αφίσες των Τόρις που απεικόνιζαν ένα μωρό. Το σύνθημα με μεγάλα γράμματα ήταν: «Τα μάτια είναι του μπαμπά, η μύτη της μαμάς και το χρέος του Γκόρντον Μπράουν». Ουδείς τους κατηγόρησε ότι υπονομεύουν τη συναίνεση εν μέσω κρίσης και φυσικά ο Βρετανός πρωθυπουργός δεν έπαψε να ξεδιπλώνει την πολιτική του επειδή δεν συναινούν με την διόγκωση του χρέους οι Συντηρητικοί. Απαντες θεωρούν δεδομένο ότι δουλειά του ενός είναι να κυβερνά και των άλλων να αντιπολιτεύονται.
Ακόμη περισσότερο: σε αυτές τις κοινωνίες δεν υπάρχει η θεοποιημένη συναίνεση ούτε εντός των ίδιων των κομμάτων. Οταν έσκασε η φούσκα της «Λίμαν Μπράδερς» οι Ρεπουμπλικανοί βουλευτές καταψήφισαν το πρώτο πακέτο Μπους για τη στήριξη του τραπεζικού τομέα. Εκεί, θεωρείται δεδομένο ότι ο πρόεδρος προτείνει και τα νομοθετικά σώματα συζητούν, κρίνουν, συμφωνούν ή απορρίπτουν. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν κλαψούρισε για την «έλλειψη συναίνεσης» που του χαλάει τα σχέδια για να σώσει την αμερικανική οικονομία. Σήκωσε τα μανίκια, τροποποίησε το σχέδιο σύμφωνα με τις απόψεις που εκφράστηκαν στα δύο νομοθετικά σώματα και τελικά το πακέτο βοήθειας πέρασε. Γι’ αυτό η δημοκρατία πρόκοψε σε αντίθεση με άλλα μονολιθικά καθεστώτα. Δεν κλείνει τα μάτια θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν κοινωνικές και συνεπώς πολιτικές διαφορές. Τις εντάσσει σε ένα σύστημα επίλυσης: συγκρούονται οι απόψεις και τελικά η πλειοψηφία αποφασίζει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει.
Η διαρκής επίκληση της κυβέρνησης για συναίνεση είναι άλλοθι απραξίας. Οπως δεν έλυσε το πρόβλημα της Ολυμπιακής διότι προφανώς δεν συναινούσαν οι πιλότοι της, έτσι και τώρα. Δεν θέλει να κάνει τίποτε, διότι θα έχει πολιτικό κόστος, και επιζητεί να την χειροκροτούμε γι’ αυτό.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 4.3.2009