Αν χαρακτηρίζει κάτι τη χώρα μας είναι η «κοινοτοπία της σύγχυσης», η οποία δεν περιορίζεται στα καφενεία, αλλά εισχωρεί στον επίσημο λόγο.
Οι πολιτικοί συνήθως δεν γράφουν για να πουν κάτι. Δημοσιεύουν για να υπάρξουν στη δημόσια σφαίρα. Ελάχιστοι καθοδηγούν κι επιμορφώνουν τους αναγνώστες τους. Οι περισσότεροι γράφουν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, όπως πάνε σε πανηγύρια και βαφτίσια ή όπως επισκέπτονται τις λαϊκές προεκλογικά. Κατά κανόνα δε, τα κείμενά τους είναι γεμάτα κοινοτοπίες· λογικό, κατά μία άποψη, αφού θέλουν να προσελκύσουν τον μέγιστο αριθμό ψηφοφόρων.
Ετσι και ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Κώστας Σκανδαλίδης δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ολοι μαζί κατά του Φασισμού» («Τα Νέα» 23.9.2013) το οποίο, εκτός από τις ορθές αλλά αυτονόητες επισημάνσεις, εμπεριέχει και μια επικίνδυνη κοινοτοπία. Ετσι, ενώ ορθώς επισημαίνει ότι «το πολιτικό σκηνικό της Μεταπολίτευσης καταρρέει καθώς οι φορείς του πολιτικού συστήματος αδυνατούν ή ακόμη αρνούνται να υπερβούν τις παθογένειες που οι ίδιοι δημιούργησαν» από την άλλη, δύο παραγράφους παρακάτω, αναπαράγει μία από τις βασικές λαϊκίστικες παθογένειες που στηλιτεύει. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η πόλωση ανάμεσα στους οπαδούς της “βίας” και της “ευνομίας” ή από την άλλη μεριά ανάμεσα σε “μειοδότες” και “πατριώτες” μέσα στο κοινοβουλευτικό σύστημα προσδίδει στην πολιτική αντιπαράθεση εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά».
Εδώ υπάρχει ένα πρακτικό πρόβλημα: οι «οπαδοί της βίας» βαράνε, ενώ οι «οπαδοί της ευνομίας» ζητούν λεκτικώς την τήρηση των νόμων. Υπάρχει κι ένα σοβαρότερο θεωρητικό: η ίδια η Δημοκρατία είναι σε πόλωση με τους «οπαδούς της βίας», διότι αυτοί αρνούνται εμπράκτως τον βασικό της κανόνα. Στη Δημοκρατία η μόνη βία που επιτρέπεται είναι αυτή που ασκεί το κράτος, στο πλαίσιο όμως συγκεκριμένων κανόνων που επίσης δημοκρατικά αποφασίζονται. Με τους «οπαδούς της βίας» δεν μπορεί να συζητήσει κανείς διότι κατ’ ουσίαν αρνούνται τη συζήτηση ως μοναδικό μέσο επίλυσης διαφορών. Κι εξάλλου τι κοινός τόπος μπορεί να βρεθεί με την αήθη προτροπή του κ. Πάνου Καμμένου στους οπαδούς του να λιντσάρουν τον κ. Πάχτα; Μπορούμε να τα βρούμε στις δύο κλωτσιές, αντί του λιντσαρίσματος;
Στην Ελλάδα, ευτυχώς, δεν κινδυνεύουμε από την «κοινοτοπία του κακού». Αυτή, όπως αποδείχθηκε στη Δίκη του Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, χρειάζεται σύστημα, επιμέλεια, προσήλωση ακόμη και στο απεχθές καθήκον κ.λπ. πράγματα που δεν χαρακτηρίζουν τις ελληνικές δομές. Αν χαρακτηρίζει κάτι τη χώρα μας είναι η «κοινοτοπία της σύγχυσης», η οποία δεν περιορίζεται στα καφενεία, αλλά εισχωρεί στον επίσημο λόγο.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα κοινοτοπίας της σύγχυσης αφορά τη νόμιμη και την παράνομη βία, την ήπια και την αιματηρή βία, την πραγματική και τη «λεκτική βία». Σαφέστατα είναι διαφορετική η «φαλτσέτα από το γιαούρτι», όπως είχε πει κάποτε ο κ. Τσίπρας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το γιαούρτωμα δεν είναι βία· έστω ήπια και γι’ αυτό τιμωρείται με πολύ μικρότερες ποινές. Είναι άλλο η νόμιμη βία που ασκούν οι άνδρες των ΜΑΤ, προστατεύοντας π.χ. ένα χώρο, κι άλλο η παράνομη βία του ανάποδου κλομπ. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι «οπαδοί της βίας» θα βρίσκονται μονίμως σε πόλωση με τους «οπαδούς της ευνομίας». Από το ποιος θα επικρατήσει θα εξαρτηθεί αν θα ζούμε σε ευνομούμενη δημοκρατία, όπου ουδείς θα ασκεί παράνομη βία, ή σε εμφύλιο, όπου όλοι ασκούν βία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 24.9.2013